- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
477

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - U - Uppbrista ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Uppbrista -

Uppbrista, άναρρήγνυσθαι. Se Brista.

Uppbrott, ορμή, ή. έξοδος, ή. έξελασία, ή.
ανάστασης, άνάζενξις, ή (en bärs), αναγωγή, ή
(seglandes). διανάστασις, ή (ett sällskaps, åt olika
håll).

Uppbruka, se Upparbeta 1) o. 2).

Uppbrusa, άναβλύειν, έκβράζεσθαι (eg.), άνα-,
Επιζεϊν, κυμαίνειν (eg. o. fig.). — uppbrusande,
οξύς (3) πρός όργήν. άκράχολος, 2.

Uppbrusning, άνάζεσις, ή. ο. gm vv.

Uppbryta, 1) tr., άναρρηγνύναι. έκρηγνύναι.:
u. en dörr, iκκόπτειν, έξαράττειν θύραν.: u. m.
hafstång, άνα-, έκμοχλεύειν.: u. munnen,
ρίϊν τό ατό μα.: u. ett bref, se d. o. 2) intr.,
a) öppna sig, (Εκ)ρήγνυσθαι. άναρρήγνιισθαι (om
bölder o. d.). (άνα)χάσκειν (om sår), bisätta sig
i rörelse, bege sig å väg, όρμάν, έξορμάν, -σθαι.
άναζίνγνύναι, άνασκευάζειν, -σθαι (om en här).
άνάγεσθαι, άναλύειν (om fartyg), διανίστασθαι,
διαλύεσθαι (gå åt skiljda håll).: låta u.,
{έξ)ανι-στάναι.

Uppbrytning, άνάρρηξις, ή. έκκοπή, ή.: ett
brefs, λύσις, ή. Se Föreg.

Uppbränna, se Förbränna.

Uppbud, χήρνγμα, τό. άναγόρευσις, ή.

Uppbygga, 1) eg., οίκοδομειν.
κατασκευά-ζειν, -σθαι. έγείρειν. άναίρειν. ιδρύων (ett
tempel).: åter η., άνοικοδομεϊν. άνασκευάζειν.
άνορ-θονν. jfr Bygga. 2) fig., προτρέπειν εις
άρε-τήν. ενσέβειαν έμποιείν τινι. κηλεϊν, ψυχαγωγών.

Uppbyggande, οίκοδόμησις, οικοδομία, ή.
κατασκευή, ή. ϊδρυσις, ή.

Uppbyggelse, προτροπή έπ1 άρετήν, ή.

Uppbygglig, προτρεπτικός (3) πρός άρετήν.
ευσεβής, 2. χαλός, 3.

Uppbåd, συναγωγή, ή. παράκλησις, ή.
παράγγελμα, τό. χήρυγμα, τό. ofta gm vv. t. ex.
på hs u., περιαγγείλαντος αυτού.

Uppbåda, συνάγειν, συλλέγειν, άθροιζε t v
(samla). περιαγγέλλειν. παραχαλεϊν.

Uppbädda, άνα-, συσκευάζειν. στρωννύναι.

Uppbära, 1) Uppföra 1). 2) hålla uppe,
φέρειν. ύποφέρειν. βαστάζειν. 3) inhändiga,
emottaga, άπο-, παραλαμβάνειν. ίκ-, συλλεγειν.
πράτ-τεσθαι. εισπράττειν. δασμολογεϊν. 4) bekomma,
λαμβάνειν, φέρεσθαι. χομίζεσθαι. ύπέχειν,
πάσχων (umgälla, lida).: u. slag, stryk,
förebråelser etc., se subst.

Uppböja, άνω χάμπτειν, χλίνειν.

Uppböka, άνορύττειν.

Uppbörd, 1) ss. handling, (χ-, συλλογή, ή.
εϊσπραξις, ή. 2) det uppburna, gm part., se
Uppbära 3).

Uppbördsbok, -längd, κατάλογος, ό.
ά-πογραφή, ή.

Uppbördsman, φορολόγος, δασμολόγος. ό.
ό τού φορον εϊσπράπτωρ.

Uppdaga, bringa i dagen, se Dag. jfr
Upptäcka.

Uppdikta, πλάττειν, -σθαι. συμπλάττειν.
έ-πινοεϊν. λογοποιεϊν. (άπο)ψεύδεσθαι.: mot ngn,
κάταψεύδεάθαί τίνος.: u. förevändningar,
προφα-σίζεσθαι. Jfr Dikta.

Uppdrag, Εντολή, ή. πρόσταγμα, τό.
Επιστολή, ή. ofta gfh part. di Vv. under Följ.: fullgöra
ett u., λέγΗν τά Εντεταλμένα 1. άπαγγέλλειν ά
χρή (framföra ett bud). Επιηλεϊν, πράττω >>, ηοι-

•Uppehälle. 4?7

ειν τό προστεταγμένον (i handling).: framföra ngs
u., λέγειν 1. Επαγγέλλειν τά παρά τίνος.: jag har
fått ett u., Εκελεύσθην. προστέτακταί μοι.
Επιτέ-τραμμαι.: på u. af ngn, κελευσθεις ύπό τίνος 1.
κελεύσαντός τίνος etc., se Följ. 4).

Uppdraga, 1) draga upp, άνασπάν, άνέλκειν.
άνιμάν (i tåg).: u. segel, αϊρεσθαι, Επαίρειν
ιστία.: solen u:er vatten, ό ήλιος Εφέλκει 1.
Επι-σπάται ύδατα.: u. en fjäder, Εντείνειν. 2) en
linie, figur o. d, άγειν, τείνειν (t. ex. γραμμήν).
(δια)γράφ>ειν.: u. en gräns, skildring, teckning,
etc., se d. oo. 3) växter, φυτεύειν. φυτοτροφεϊν,
φυτουργεϊν. 4) ge uppdrag, Εντέλλεσθαι.
προστάττειν. Επισκήπτειν. Επιτρέπειν. κελεύειν.:
skriftligen, Επιστέλλειν.: u. ngn utförandet, τήν πράξιν
ποιεϊσθαί Επί τινι.

Uppdragande, 1) άνάσπασις, ή. άνολκή, ή.
εντασις, ή (spännande). 2) γραφή, διαγραφή, ή.
3) φυτεία, ή. φυτοτροφία, φντουργία, ή. 4)
Εντολή, ή. πρόσταξις, ή. Επίσκηψις, ή. Επιτροπή, ή.

Upp dricka, κατα-, Εκπίνειν (helt ο. hållet).
άναπίνειν (uppsuga).

Uppdrifva, 1) drifva uppåt, άνω Ελαύνειν.

2) uppskrämma, Εξανιστάναι. 3) se Uppbringa

3).: u. priset på ngt, Επιτιμάν τι.

Uppd uka, παρατιθέναι. παραφέρειν.: fig.,
εϊς τό μέσον (προ)φέρειν, τιθέναι.

Uppdukande, παράθεσις, ή. ο. gm vv.

Uppdyka, αναδνεσθαι.: ur ngt,
Εξαναόύε-σθαί τίνος, άνακύπτειν, άναφέρειν εκ τίνος.

Uppdykande, άνάδυσις, ή.

Uppdyrka, 1) eg., ψευδοκλειδίω άνοιγνύναι.
2) se Stegra.

Uppdämma. άποχωννύναι.

Uppe, άνω. stundom άνωθεν.: vara u., se
Uppstiga, om solen, έν τω ούρανω είναι,
μή-πω δεδυκέναι.

^PPegga> παροξύνειν. παρορμάν. παραχινεϊν.
έπαίρειν. Εποτρύνειν. δια-, παραχελεύεσθαι. έπι-,
Εγχελεύειν, -σθαι.: = uppreta, se d. ο.

Uppeggande, παροξυσμός, ό. παρόρμησις,
παρακίνησις, ή.

Uppehåll, 1) vistelse, διατριβή, ή. μονή, ή.
δίαιτα, ή.: ha sitt u. på ngt ställe, διατριβήν 1.
δίαιταν ποιεϊσθαί εν τινι τόπω. jfr Υ i stas. 2)
dröjsmål, afbrott, τριβή, διατριβή, ή. έγκοπή, ή.
έπίσχεσις, έποχή ή. μέλλησις, ή. μελλησμός, ο.
έμπόδισμα, τό (hinder), κατάπαυσις, ή.: göra u.,
έπέχειν. διατρίβειν. μέλλειν. (άπο)παύεσθαι.:
förorsaka u., se Följ.

Uppehålla, ϊ) se Uppbära. 2)
upprätthålla, κατορθούν. (δια)σώζειν. διαφυλάττειν.
άμύ-νειν (skydda).: = uödèrhålla, (δια)τρέφειν. 3)
förorsaka uppehåll, έπέχειν. Εγκόπτειν.
άπολαμ-βανειν. (δια)κωλύειν. έμποδίζειν. διατρίβειν. 4)
u. sig, μένειν. μέλλειν. διατρίβειν. διατριβήν
ποιεϊσθαί. Se Yistas.

Uppehållande, l) upprätthållande,
κατόρ-θωσις, ή. σωτηρία, ή. 2) fördröjande, κώλυϋις,
ή. έπίσχεσις, έποχή, ή. Se vidare Uppehåll 2).

Uppehållelse, se Föreg. 1).

Uppehållsort, se Yistelseort.

Uppehälle, τροφή, διατροφή, ή. βίος, ό. τά
πρός τόν βίον. Επιτήδεια, αναγκαία, τά. άφ* ών
ζη τις.: ha sitt u. af ngt, εχειν τόν βίον Εκ 1.
άπό τίνος, ζήν, τρέφεσθαι άπό τίνος.: förvärfva
sitt u. m., gm ngt, τόν βίον ποιεϊσθαί, πορίζε-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0481.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free