- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
426

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Stål ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

m

Stål — Ståthållare.

Χους. σαλεύειν Enl θάτέρω σχέλει.: s. under ngt,
στήναι υπό τινι. framför ngt, πρόσθεν τινός,
ηροστήναί τίνος.: s. omkring ngn l._ngt,
περι-στήναί τινα 1. τι.: s. åtskiljs, διαστήναι.: håret
s:r på mig, όρθαι έστάσί μοι al τρίχες.: som
jag går o. s:r, ώσπερίεχω. 2) ega bestånd,
(συμ)-μέν ειν.: så länge verlden s:r, Εφ* όσον μένει o
κόσμος. stått, Εξ αρχής, Εξ αιώνος.: s. ännu, ετι
εϊναι, ύηάρχειν. σώζεσθαι. 3) hvila, om
arbeten ο. företag, άργεϊν. 4) hålla ut, se under
Hålla. 5) särsk. uttr. (i allmht s. = vara): s.
på punkten, språng, ngs sida, i ngns sold, i rop,
i fält etc., se subst.: låta s., a) lemna i fred,
lav τι. ου κινεϊν τι. ούχ απτεσθαι τίνος,
άπεχε-σθαί τίνος, b) öfverge, ej bry sig om,
άπολεί-ηειν τινά. άπαλλάττεσθαί τίνος, ούχ άχούειν
τινός. ούχ ύηαχούειν τινί 1. τινός. ηαραμεΧεϊν
τίνος. ού πείθεσθαί τινι.: säden s:r högt, ο σίτος
πολλού χαθέστηχε 1. αγοράζεται.: detta stod mig
högt, πολλού, πολλών χρημάτων Εκτησάμην
τούτο.: s. i fara, Εν κινδύνφ είναι, κινδυνεύειν : s.
i vägen, Εμποδών εϊναί τινι.: s. på vänskaplig
fot m. ngn, φιλικώς δεακεϊσθαι πρός τινα. φίλω
χρήσθαί τινι. på förtrolig, οϊχείως διακεϊσθαι
πρός τινα.: s. på grafvens brädd, θανεϊν μέλλειν.
jfr äfv. Graf.: s. på sin rätt, άντέχεσθαι τών
εαυτού όιχαίων.: s. sig bra, ευ, χαλώς εχειν. πολύν
μισθό ν εχειν, λαμβάνειν, δέχεσθαι, (άπο)φέρεσθαι
(ha goda inkomster)., s. sig väl af ngt,
ώφελεϊ-σθαι εκ τίνος, κέρδος εχειν εκ τίνος.: s. sig slätt,
φαύλως εχειν. ολίγον κερδαίνειν.: ngt s:r i min
makt, En\ Iv Ε μοί Εστί τι. i Guds, χύριός τίνος
ό θεός.: allt ting s:r i Guds makts afgörande,
Ev τω θεώ ηάντων ιό τέλος Εστί.: det s:r
(skrifvet) i lagen, εστίν, γέγραηται, εϊρηται Εν τώ
νό-μω.: detta s:r på ett annat ställe, «Γέρος λόγος
ούτος: s. öppen, άνεωγμένον εϊναι. χάσχειν.:
saken står väl (illa), χαλώς, ευ (χαχώς, φαύλως)
εχει τό ηράγμα.: det s:r att hoppas, vänta,
Ελ-ηίς Εστι. fritt, εξεστι.: det s:r illa till m. oss,
τά ημέτερα χαχώς εχει. m. ngt, χαχώς εχει τι 1.
τά ηερί τι.: s. väl hos ngn, εύδοκιμεϊν ηαρά
τινι. χάριν εχειν ηαρά τίνος 1. ηρός τινα. διά
χάριτος εϊναι 1. γίγνεσθαι τινι. illa, άηεχθή εϊναί
τινι. χαχώς άχούειν ηρός τίνος.: s. f. ngt, λόγον
νηέχειν τινός (ansvara f. ngt; jfr äfv. Erkänna).:
s. efter ngt, Εφίεσθαι, όρέγεσθαί τίνος, ζήλουν
τι. ngns lif, Εηιβουλεύειν τινί.: s. efter ngn,
άηολείηεσθαί τινός τινι 1. τί (i ngt), ή τ τω εϊναι,
ήττάσθαί τινός τι.: s. öfver ngn, χρείττω εϊναι,
χρατεϊν τίνος, ύηερέχειν, διαφέρειν τινός τινι (alla,
= öfverträffa), εϊναι τεταγμένον Εηί τινι (vara
förman åt).: s. under ngn, εϊναι Εηί τινι. νηήχοον,
ύηοτεταγμένον εϊναί τινι. — stående,
Ιστάμενος, στάς, εστηχώς, εστώς, ορθός, 3 (om lefvande).
χείμενος, 3, μόνιμος, 2 (om ting).: s. vatten,
στάσιμον 1. σταθερό v νδωρ, τό.: s. här,
συνεστη-χός, συνεχές στράτευμα, τό.: s. utgift, δαηάνη ή
εϊωθυϊα.: på s. fot, Ex ηοδός. κατά ηόδα.
ηαραν-τίχα. παραχρήμα, ευθύ.: blis., α) ej gå vidare,
(ύ-ηο)στήναι. vid ngt, μένειν Εηί τίνος, β) lemnas qvar,
(t. ex. af mat efter en måltid, m. m.),
ύηολείηε-σθαι. γ) afbryta, sluta upp, χαταλήγειν m. part.
vid ngt, λήγειν εϊς τι, εηί τι, εν τινι.
χαταλύ-ειν τον λόγον έν τινι 1. ηερί τι. äfv. άηολείηειν.
jfr Stadna. — ha s., a) om husdjur, på stall,
τρέφειν. hästar, ιηηοτροφεϊν. kreatur, ζωοτροφεϊν.

β) pengar hos ngn, Εχάεάωχέναι, Μανειχέναι
τινί άργύριον.

Stående, στάσις, η. mest gm vv.

Stål, χάλυχρ, νβος, ό. (βαητός) σίδηρος, ό.
ά-άάμας, αντος, ό.: på en egg, στόμωμα
(σιδήρου), τό.: af s., σιδηρούς, 3. άδαμάντινος, 3.
χάλυβος 1. (βαπτού) σιδήρου (gen. mäter.)

Ståla, Stål sätta, 1) eg., στομούν, βάπτειν
σίδηρον (jern), χρατύνειν σιδήρω 1. χάλυβι (i
allmht). 2) oeg., sitt sinne, θήγειν, άχονάν τήν
ψυχήν 1. τον θυμόν. χρατύνειν 1. Επιρρωννύναι
τον θυμόν. Jfr Härda.

Stånd, 1) se Stående.: hålla s,,
(ύπο)με-νειν, νποστήναι (ej fly). Εμμένειν τ$ τάξει (stå
på sin post), χαρτερεΐν, χατέχειν, μόνιμον 1.
εμ-μονον εϊναι (ega bestånd), mot ngn, νπομένειν
τινά. άνθίστασθαί τινι. άντέχειν πρός τινα.
δέχεσθαι τινα.: komma till s., (άπο-, Επι)τελεϊσθαι.
τέλος 1. πέρας λαβείν, περαίνεσθαι. χαταστήναι.:
ej k. till s., ατελή γίγνεσθαι. 2) tillstånd, se
d. o.: vara i godt s., χαλώς, εύ εχειν. σώον,
άχέ-ραϊον, αβλαβή εϊναι.: hålla ngt i s., (δια)σώζειν
τι.: sätta i s., παρασχευάζειν, εύτρεπίζειν τι.
å-ter, άποχαθιστάναι, Επισχευάζειν, Επανορθούν τι.
Εξαχεϊσθαί τι (ngt sydt).: vara i s. att göra ngt,
οϊόν τε εϊναι, δυνατόν εϊναι, δύνασθαι ποιεϊν
τι. Εν 1. Επί τινί Εστι ποιεϊν τι. ur s., άδυνατεϊν.
άμηχανεϊν. άδύνατον 1. ούχ οϊόν τε εϊναι.: sätta
ngn ur s., Εμποδών εϊναί τινι.: vara satt ur s.,
(δια)χωλύεσθαι m. (μή o.) inf.·, sätta ngn i s.,
παρέχειν τινί δύναμιν, Εξουσίαν. ύηουργεϊν τινι
ηόρον, πόρους, μηχανήν. ηοιεϊν τινα δυνατόν,
Ιχανόν. 3) ställning i lifvet, se
(Samhälls)-klass. 4) se Handelsbod. 5) växters,
θα-μιdov, τό. θαμνίσχος, ό (eg. liten buske).

Stånda, se Stå.

Ståndaktig, χαρτβριχός, 3. χαρτερών, ούσα,
ούν. βέβαιος, 3 ο. 2. μόνιμος, 2. Εγχρατής, 2 (sig
sjelf mäktig).: vara s., χαρτερεϊν. i ngt,
Εγχαρ-τερεϊν τινι.

Ståndaktighet, τό χαρ τεριχόν. βέβαιο της,
ή. τό μόνιμον.

Ståndpunkt, Idtøa, ή, χώρα, ή (eg.), τάξις,
εως, ή (eg. ο. oeg.).: intaga en s., χαταστήναι.:
alltid bibehålla sin s., Ev τώδ’ άεί μένειν Ev ώ
τις χαθέστηχεν.: betrakta ngt fr. dna s., ούτω,
ώδε, ταύτρ, τ$δε οχοηεϊν τι.

Ståndqvarter, se Läger, Lägerstad 2).

Ståndrätt, στρατιωτική δίχη, ή. δίχαιον το
ηολεμιχόν.: hålla s., χαθίζειν ηολεμιχόν
διχα-στήριον.

Ståndsperson, έντιμος, ό. ευγενής, ους, ό.
γνώριμος, ό.

Stång, χάμαξ, αχος, ή. χοντός, ό (att drifva
båtar fram m. på grundt vatten), στόμιον, τό (i
betslet).: hålla ngn s:n, νπομένειν τινά.
άντέχειν ηρός τινα. διατελεϊν άγωνιζόμενόν τινι.

Stånga, χυρίττειν. χερατίζειν. χέρασι τύητειν.

Stånka, χους, ού, ό.

Stånka, verb., αϊάζειν. στενάζειν.

Ståt, μεγαλοηρέηεια, ή. κόσμος, ό. κόμπος,
ό. ηολυτέλεια, ή.

Ståthållare, επ-, ύπαρχος, ό. Επίτροπος,
ό. αρμοστής, ού, ο (ursprungl. i Lacedæmon).
σατράπης, ου, ό (i Persien).: vara s. i en
provins, Επάρχειν χώρας τινός, σατραπεύειν χώρας
1. χώραν. Επιτροπεύειν, άρμόζειν χώραν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0430.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free