- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
117

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Föraktare ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

För aktar θ —Förbifart.

117

ποιεϊσθαι τίνος, ύπεροράν riva 1. τϊ. ατιμάζει v
τινά 1. τι. φαυλίζειν τινά 1. τι. — föraktad,
(m. part. ο.) άτιμος, 2. άδοξος, 2.

Föraktare, καταφρονητής, ου, ό. υπερόπτης,
ου, ό. καταφρονητικός, υβριστικός, υπεροπτικός, ό.

Föraktfull, se Föraktlig 2).

Föraktlig, 1) som förtjenar förakt,
κατα-φρονεϊσθαι άξιος, 3. ευκαταφρόνητος, 2. oJcféfoV
άξιος, 3. ανάξιος, 2. κατάπτυστος, 2. φανλο;, 3.
2) föraktfull, καταγρονητικός, 3. υβριστικός, 3.
ιί;ΐ£ροπτ*κ0£, 3.; behandla ngn föraktligt,
άτιμά-ζειν τινά. iv άτιμία εχειν τινά. καταφρονεϊν
τίνος. υβρίζειν τινά 1. ενς τινα. προπηλακίζειν τινά.:
f. behandling, «ω?, £ προπηλακισμός, δ.

Föraktlighet, άτιμία, »J. φαυλότης, 77.

Förande, άγωγή, jJ. (i fängelse,

mest i särskild bet., se Lex.). προσαγωγή, jJ (till
ngn), κομιδή, ή (förflyttande), χρήσις, χρεία, ή
(brukande, t. ex. τωι/ δπλων, τον ξίφους): f. af
befäl, regering, στρατηγία, άρχή, ή. I öfr m. vv.

Föranleda, a) ngt, αίτιον είναι τίνος,
ένόϊ-dbVa» τ*. παρέχειν τι. κινείν, εϊσηγεϊσθαί τι.
άρ-χειν τινός, ποιεϊν τι. έργάζεοθαί τι. b) f. ngn
till ngt, αίτιον είναι 1. γίγνεσθαι τινί τίνος,
ά-φιορμήρ γίγνεσθαι τινί τίνος, παρορμάν τινα πρός
1. εϊς τι. πρόφασιν παρέχειν τινί τίνος, κινεϊν
τινα πρός\. εις τι.: jag finner mig föranledd,
συμβαίνει μοι m. inf. Se vidare Förmå.

Förauledning. se Anlednin g.: på ngns f.,
κελεύοντος 1. παρορμώντός τίνος, διά τινα.: utan
f., εκοντί. εκούσια, άφ* εαυτού, άπό ταντομάτου.
αυτόματος, 2. ούδενός κελεύόαντος.

Föranlåta, se Föranleda b).

Föranstalta, κατασκευάζειν, παρασκευάζειν
(träffa anordningar, förberedelser), μηχανάσθαι
(konstmässigt 1. listigt), συντιθέναι (hopsätta,
anstifta). έπιμελεϊσθαι (draga försorg om),
(cfϊα)-πράττειν (gmdrifva, utföra), ποιεϊν (åstadkomma).
αίτιον είναι (föranleda).: f. täflingslekar, ποιεϊν,
καθιστάναι, τιθέναι αγώνας.: hjelpa till att f.
om ngt, συγκατασκευάζειν τι.

Föranstaltande, κατα-, παρασκευή, ή. f.
öfr. gm vv.

Förarbeta, κατεργάζεσθαι. έξεργάζεσθαι.
κα-τασκευάζειν.: f. maten (s. man förtärt), έκπονεϊν.
— f. sig, υπερπονεϊν. άποκάμνειν έργαζόμενον.

Förarbete, προπαρασκευαστικόν έργον, τό.
προπαρασκευή, ή. προμελέτησις, ή. προάγων,
ω-νος, ό (föröfning).

Förare, άγωγός, ό. ήγεμών, όνος, ό (både
anförare ο. vägvisare), καθηγεμών, όνος, ό
(vägvisare). πομπός, προπομπός, δ (ledsagare), f. öfr.
partt.

Förarga, άνιάν. λυπεΐν. δάκνειν. κνίζειν. Jfr
Förtörn a.: förargas 1. f. sig, δάκνεσθαι,
δυς-κολαίνειν, δυσθυμεϊν, δυσχεξαίνειν, άχθεσθαι,
άσχάλλειν, άγανακτείν, χαλεπως 1. βαρέως φέρειν
τινί 1. έπί τινι 1. m. part. (äfv. ει, ώς, δτι). —
förargad, δύσθυμος, 2. δυσάρεστος, 2.
σκυθρωπός, 3 ο. 2.: se f. ut, σκυθρωπάζειν.

Förargelse, άγανάκτησις, ή. λύπη, ή. άχος,
τό. αηδία, ή. δυσθυμία, ή. οργή, ή. πρόσκομμα,
τό (anstöt).: af f., υπ* οργής, άχθεσθείς,
άγαν ακτήσας. : göra ngn f., δυσθυμίαν 1. πράγματα
παρέχειν τινί. ένοχλεϊν τινι.: ha f., πράγματα
εχειν. Jfr Föreg.

Förarglig, λυπηρός, 3. ανιαρός, 3. άγανα-

κτητός, 3. δυσχερής, 2. άηδής, 2. βαρύς, 3.
χαλεπός, 3. δύσκολος, 2. δυσάρεστος, 2 (bl. om pers.).
Jfr Anstötlig.

Förarglighet, 1) ss. egenskap: δυσχέρεια,
η. άηδία, ή. βαρύτης, χαλεπότης, ή. δυσκολία,
δυσαρέστησις, ή (bl. om pers.), f. öfr. adjj. Jfr
Anstötlighet. 2) ss. sak, se Förtret.

Förband, έπίδεσμος, δ. έπίδεσις, ή.
κατά-δεσμός, ο. λαμπάδιον, τό. σκέπαρνον, τό.:
an-lägga ett f., έπι-, καταδεϊν.

Förbanna, καταράοθαι, έπαράσθαι, άράσθαι.
άράν έπεύχεσθαί τινι. κατεύχεσθαί τίνος. —
förbannad, κατάρατος, έπάρατος, 2. μιαρός, 3.
κάκιστος, 3.

Förbannelse, 1) eg., άρά, κατάρα, ή.
κά-τευγμα, τό: en f. hvilar deröfver, έπάρατόν
i-στιν.: nedkalla f., se Förbanna, b)
ogudaktiga svordomar, άρά, ή. βλασφημία, ή. λόγος
άσεβης και άνόσιος. 2) plågoris, ίρινύς, ύος, ή.
ά-λάστωρ, ορος, ό. ολεθρος, ό.

Förbarma sig, ίλεεϊν, κατελεεϊν. συμπάσχειν.
οϊκ τείρειν.

Förbarmande, se Medlidande.

Förbehåll, ύπόθεσις, ή. σύμβασις, ή,
αξίωμα, τό (fordran).: m. f. att, ini τώ m. inf.
ω 1. ίφ* ώτε m. inf. 1. fut. ind.: göra tysta f.,
άποκρύπτεσθαι. νποστέλλεσθαι.

Förbehålla sig, καταλείπεσθαι έαυτώ.
έξαί-ρετον ποιεϊσθαι (undantaga), άξιούν m. inf
(fordra ss. billigt).: denne ensam är förbehållet att
både säga o. göra hd han behagar, τοιίτω
μό-νω έξαίρετόν έστι και λέγειν και ποιεϊν δ τι αν
βούληται.

Förbehållsam, ευλαβής, 2. κρυχρίνους, 2.:
vara f., εύλαβεϊσθαι. ύποστέλλεσθαι.

Förbehållsamhet, ευλάβεια, ή. τό
κρυιρί-νουν.: utan f., μηδέν άποκρυπτόμένος, άπλώς.:
tala utan f., μηδέν ύποστειλάμενον λέγειν,
παρ-ρησιάζεσθαι.

Förbemäld, -benämnd, se Bemäld.

Förbereda, (προ)παρασκευάζειν.
προκατασκευ-άζειν. (προ)ετοιμάζειν. προδιοικεϊν. προευτρεηίζειν.
προοδοποιεϊν τινι (bana väg för ngt),
προγυμνά-ζειν τινά (förut öfva).: f. ngn till undervisning,
προπαιδεύειν τινά.: f. ngn på ngt,
προπαρασκευ-άζειν τήν γνώμην τινός (i afs. på sinnesstämning).:
f. sig på ngt, (έκ)μελετάν τι. παρασκευάζεσθαι
πρός, ίπί τι, ώς έπί τι 1. ölf m. part.

Förberedelse. (προ)παρασκευή, ή.
προκατα-σκενή, ή. (προ)διοίκησες, ή. προγυμνασία, ή.
μελέτη, ή. προμελέτησες, ή. προγνμνασμα, τό.

Förbi, παρά (m. acc.), mest i smnsättningar.
t. ex. passera, komma f. ngn, παραλλάττειν,
πα-ραμείβεσθαι, παριέναι τινά.: fara f.,
παρελαύ-νειν, παραφέρεσθαι, παρακομίζεσθαι, παραπλεϊν
(till sjös) παρά m. acc. 1. bl. acc.: flyga f.,
πα-ραπέτεσθαι, παραφέρεσθαι.: föra f., παράγειν,
παρακομίζειν, παραπέμπειν παρά τι,: simma f,,
παρανήχεσθαι.: springa f., παραθεϊν, - τρέχειν.
δρόμω παραφέρεσθαι.: smyga f., λανθάνειν
πα-ριόντα.: vara f. (till tiden), παρεληλυθέναι.
πα-ροίχεσθαι.: det är f. m. mig, οϊχομαι. (άπ)όλωλα.
ερρει τά έμά.

Förbida, μένειν, άνα-, περί-, ύπομένειν
προσδοκάν.

Förbidan, μονή, ή. προσδοκία, ή.

Förbifart, πάροδος, ή. ο. m. vv. se Följ.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0121.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free