- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
61

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Bärarlön ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Bärarlßn — Böneman.

61

μεθα.: hrt skall det b. (fig.)? nol άποβήσεται; —
b. af, φ>έρεσθαι. οϊχεσθαι.ξάφορμάν. — b. emot,
Ενάντιου ad· αι. άντέχειν.: det b. emot f. mig vid
ngt, δυστυχω, ατυχώ εν τινι 1. πράττων τι. ss.
känsla, μυσάττομαι, βδελύττομαί τι. άχθομαί τινι.

— b. ihop, se Gå ihop.: det bar ihop m. dem,
εις χείρας συνέμιξαν 1. ήλθον. συνέπεσον άλλήλοις.

— b. ned, det bar ned m. dem, κάτω Εφέροντο.
κατέπεαον. κατεκυλίσθησαν. — b. omkull,
άνα-τρέπεσθαι. κατακυλίνδεσθαι. Εκκυλίνδεσθαι (ur
vagnen). — b. till, συμβαίνειν. γίγνεσθαι. —
b. åt, se Gå an. — Se f. öfr compp. 3) refl.,

a) löna sig, μέτριον κέρδος φέρειν. μετρίως
ώφε-λεϊν τινα 1. συμφέρειν τινί. ϊκανώς προχωρεϊν. b)
se Gå an. c) b. sig åt, se Bete sig.

Bärarlön, φόρετρον, φορεϊον, τό.

Β är bjelke, στρωτήρ, ήρος, ο.

Bärstol, φέρετρον, φορεϊον, τό. κλίνη, ή.:
den s. bär en b., φορεύς, ο.

Bäst, a) f. sinnena, ηδιστος, κάλλιστος,
άριστος, 3. b) i sedligt afs., βέλτιστος,
χρηστότατος, 3. c) i allmht, m. afs. på inre 1. yttre
ändamål, άριστος, κράτιστος, κάλλιστος, χρηστότατος,
χρηοιμώτατος, δεινότατος, 3.: d. bäste talare,
λέγειν κράτιστος, cføj/rfrøiOf, δυνατώτατος.: ά.
bästa läkemedel, φάρμακα χρησιμώτατα,
χρηστότατα.: det är b., ^tfr^. άριστα εχει.
ούδεν οϊον τό m. inf.: den förste bäste, ό
(Επιτυχών, όντος. όστις άν τύχ$.: vara i sina bästa år,
Ev άκμτ( του βίου είναι. Εν άκμαίς είναι. ανθούσαν
τήν άκμήν εχειν. — Adv., άριστα, κράτιστα.
κάλλιστα, μάλιστα (mest, helst).: b. vore om,
μάλιστα μέν. t. ex. b. vore om J börjaden krig,
μάλιστα μέν άρασθε πόλεμον. — b. som vi drucko,
kom dne, ώς Επίνομεν, ούτος ήλθεν Εξαίφνης 1.
Εξ άπροσδοκήτον. ήμεϊς μεν Επίνομεν, ούτος δ’
ήλθεν άπροσδοκήτως 1. -δόκητος.: b. det var,
uppkom ett åskväder, Εξαίφνης Εγένετο βροντή.

Bästa, τό άγαθόν. τό συμφέρον».· det allmänna
b., τό κοινό ν άγαθόν. τό κοινjj συμφέρον, ofta
bl. τά τής πόλεως.: å. egna b., τό ’ίδιον 1. αύτω
συμφέρον.: sörja f. sitt b., πράττειν τά αύτω
συμφέροντα.: till ngns b., Επ* άγαθω τίνος. υπέρ
τίνος.: ge till b., εις τό μέσον φέρειν. χαρίζεσθαι.
εστιάν. εύωχεϊν (rikligt undfägna).: få till b.,
Εστι-άσθαι. εύωχεϊσθαι.: taga till b., λαμβάνειν,
άπο-λαύειν. Εσθίειν.

Bättra, 1) tr., se Förbättra. 2) re/., a)
till helsan, ραΐζειν. άναρρώνυσθαι. μετριάζειν.

b) i sedligt afs., βελτίω γίγνεσθαι. Επι τ ό βέλτιον
ϊέναι. Επι τό κάλλιον τρέπ εσθαι. μετανοεί ν.

Bättre, a) f. sinnena, ήδίων, καλλίων,
άμεί-νων, 2. b) i sedligt afs., βελτίων, 2.
χρηστότερος, 3. c) i allmht, m. afs. på inre 1. yttre
ändamål, άμείνων, κρείττων, καλλίων,
χρηστότερος, χρησιμώτερος, δεινότερος, 3.: vara b. än
ngn i ngt, διαφέρειν τινός τινι 1. εις τι.
υπερβάλλει 1. ύπερβάλλεσθαί τινά τινι.: göra, blifva
b., se Bättra.: komma i b. omständigheter,
αύξάνεσθαι. Επίδοσιν λαμβάνειν.: blifva b. o. b.,
αεί 1. συνεχώς βελτίω γίγνεσθαι, διατελεϊν Επι
τό βέλτιον ιόντα 1. Επιδιδόντα.

Bättring, se Förbättring.: hos en sjuk,
gm vv.: i sedlig bet., μετάνοια, ή.

Bödel, δήμιος, δημόσιος, ό.: fig., φονικός
1. αίμόδιψος άνθρωπος, ο.

Bödelsdräng, -knekt, ό του δημοσίου
υπηρέτης.

Bödelshand, omkomma f. b., δημοσία
άπο-θανεϊν 1. τελευτάν.

Böfvel, dra f. b. i våld, άπαγε, άπελθε,
ερρε, άπόφερ\ βάλλ’ Ες κόρακας, äfv. bl. Ες
κόρακας. ουκ άποφθερεϊ Ες κόρακας, άπαγε, βάλλ*
Ες μακαρίαν. φθείρου. Εκ-, άποφθείρου.
Επιτρι-βείης.: bedja ngn dra f. b., σκορακίζειν, Ες
κόρακας βάλλειν τινά.: önska ngn f. b. i våld,
Εκποδών γενέοθαι τινά βονλεσθαι.

Böja, 1) tr. a) eg., κάμπτειν. κυρτούν.
κλί-νειν. ύποκλίνειν (litet).: b. nedåt, κατα-,
συγκάμ-πτειν.: b. framåt, προκλίνειν. εϊς τό πρόσθεν
κάμπτειν.: uppåt, tillbaka, άνακάμπτειν,
-κλί-νειν, -οτρέφειν.: b. åt sidan, παρακάμπτειν. μετα-,
παρακλίνειν. se f. öfr. compp.: b. nacken under
oket, ύποτιθέναι τον αυχένα τω ζυγω.: b. knä,
se d. b) fig. a) nedtrycka, modfälla, ταπεινονν.
συστέλλειν. λνπεϊν. β) röra, förmå, κάμπτειν.
Επικλάν. (άνα)πείθειν. γ) b. ord (gram.),
κλί-νειν. 2) refl., gm pass. af anf. vv.: b. sig
framåt, (προ)κύπτειν. προνεύειν.: b. sig ned,
κατα-κύπτειν.: b. sig under ngt, ύποκύπτειν τινί.: b.
sig efter ngn (fig·), νπείκειν, πείθεσθαί τινι.: b.
sig under ngn, ύποκύπτειν τινί. νποτάττεσθαί
τινι. — böjd, se Benägen.

Böjelse, προθυμία, ή (benägenhet), θυμός,
o (lust). Επιθυμία, ή (begär), ερως, ωτος, ό
(starkare).: häftig b., πάθος, τό. ορμή, ή.
πόθος, ό.: ha b. till, f. ngt, άποκλίνειν εϊς, πρός,
Επί τι. προθυμεϊσθαί τι. θυμός Εστί τινι ποιεϊν
τι. Επιθυμεϊν τίνος. Επιθυμία φέρεσθαι πρός τι.
starkare, Εφίεσθαι, όρέγεσθαί τίνος, ορμά ν πρός
τι. Εράν, Ερωτικώς εχειν τινός: ha lika b. m.
ngn, τοις αύτοϊς χαίρειν τινί 1. και τινα. των
αυτών Επιθυμεϊν τινι.: ingifva ngn b. f. ngt,
Εμ-βάλλειν 1. εμποιεϊν τινι Επιθυμίαν τινός■: förlora
b. f. ngt, άλλοτριούσθαί τινι.

Böjlig, 1) eg. καμπτός, 3. εύκαμπής, 2.
υγρός, 3. 2) fig., εύπειθής, 2. πιθανός, 3.

Böjning, καμπή, Επικαμπή, ή. καμπτήρ,
ήρος, ό. κλίσις, ή (äfv. i gram. bet.), άγκών,
ώνος, ό (ett böjdt ställe).

Böka, όρύττειν. άνορύττειν.

Β öl a, μυκάσθαι.

Β δ lan de, μύκημα, τό. μυκηθμός, ο.

Böld, φύμα, τό. άπόστημα, τό. Εμπύημα, τό.
σκίρρος, ό (hård), έλκος, ελκωμα, τό. δοθιήν,
ήνος, ό. χίμετλον, τό (frostb.).

Bölja, se Våg.

Bölja, κυμαίνειν, κυματίζεσθαι, κνματούσθαι.
— böljande, κυματοειδής, 2.

Bön, 1) till Gud, εύχή, προσευχή, ή (båda
vanl. i pl.), άρά, ή.: göra, förrätta b., se Bedja.
2) i allmht, δέησις, αίτησις, ή. δέημα, αίτημα,
τό.: ödmjuk ο. enträgen b., ικετεία, Ικεσία, ή.
άντιβόλησις, ή.: på ngns b., δεηθέντος,
ικετεύ-σαντός τίνος.: höra ngns b., se Bönhöra.: söka
afvända gm b., παραιτεϊσθαι.

Böna, κύαμος, o.: af en b:s storlek,
κυα-μιαϊος, 3.: af b., κυάμινος, 3.: välja gm
omröstning m. b., κυαμεύειν. άπο κυάμον καθιστάναι.
väld, κυαμευτός, 3.: omröstning m. b.: κναμευτή
ψηφοφορία, η.

Böneman, προμνήστωρ, ορος, ο. — qvinna,
προμνήστρια9 -στρίς, ίδος, η.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0065.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free