- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
37

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Beskydda ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Beskydda — Bestorma.

37

ή, προστατεία, ή. Επικουρία, τιμωρία, άμυνα, ή
(bistånd i nöd ο. fara).

Beskydda, ψυλάττειν. διαφυλάττειν. ΰώζειν,
διασώζειν. προεστάναι, προστατειν τίνος.
ύπερ-ασπίζειν τινά 1. τινός. δορυφορεϊν τινα.
Επικου-ρεϊν, τιμωρεϊν, άμύνειν τινί.

Beskyddare, φύλαξ, ακος, ο. σωτήρ, ήρος, ό.
προστάτης, ου, ό. κηδεμών, όνος. ο. Επίκουρος,
τιμωρός, ό.

Beskyddarinna, σωτήρα, προστάτη,
άος> *

Beskylla, αϊτιάσθαι, Επαιτιάσθαί τινά τίνος
1. m. inf. 1. m. ότι. καταιτιάσθαί τινά τίνος 1.
περί τίνος. Εν αιτία 1. δι1 αιτίας εχειν 1. τιθέναι
τινά (ώς ποιήσαντά τι), αϊτίαν Επιφέρειν 1.
Επά-γειν τινί ώς 1. ο τι. καταγιγνώσκειν τινός τι. Επι-,
Εγκαλειν τινί τι. κατηγορεϊν τινός τι (ish. inför
rätta).: beskyllas, αϊτιάζεσθαι, αϊτιαθήναι.
Εγ-καλεϊσθαι. αϊτίαν εχειν (äfv. φέρεσθαι), af ngn,
υπό τίνος, κατηγορείται μου m. inf: falskligen
b., αϊτίαν ψευδή Επιφέρειν τινί. αυκοφαντειν
τινα. διαβάλλειν τινά.

Beskyllning, a) ss. handling, αιτία,
αϊτί-αϋις, κατηγορία, μέμψις, ή. b) det hrföre man
beskylles, αϊτίαμα, κατηγόρημα, έγκλημα, τό.:
falsk b., διαβολή, ή.: en b. påbördas mig,
Ενέχομαι αιτία, αϊτίαν εχω 1. φέρομαι 1. λαμβάνω.:
ådraga sig en b., αϊτίαν ύπέχειν 1. ύπομένειν.

Beskåda, se Bese.

Beskälare, αναβάτης, ου, ό. κήλων, ωνος, ό.

Beskära, cΫιδόναι, νέμειν, Επινέμειν τινί τι.:
få sig beskärdt, λαγχάνειν. τυγχάνειν.: mig är
beskärdt, εϊμαρται, πέπρωταί μοι.ι ngns
beskärda lott, τά τίνος 1. τινί προσήκοντα.

Beskärm, -a, se Beskydd, -a.

Beslag, 1) eg. Επίβλημα, τό.: på ett hjul,
Επίσωτρον, τό. κανθός, ό. 2) lägga, göra b. på,
κατεγγυάν. ενεπισκήπτεσθαι. κατασχεϊν. äfv. σχεϊν.:
rätt att taga ib., σύλα τά, ngns egendom, κατά
τίνος.: utöfva dna rätt, σύλα ποιεϊσθαι.

Beslut, βούλευμα, τό. γνώμη, ή. προαίρεΰις,
ή. δόγμα, τό. τό δόξαν, δεδογμένον.: folkets, gm
röstning, ψήφισμα, τό.: fatta ett b., γνώμην,
δόγμα ποιεϊσθαι.: det är mitt b., γνώμην εχω.
Ev νώ εχω. διανοούμαι, δοκεϊ, δέδοκταί μοι.

Besluta, βουλεύεσθαι. γνώμην ελέσθαι.
προ-αιρεΐσθαι. βούλεοθαι. προτίθεσθαι. γιγνώσκειν.
άοκεϊ μοι,: i en folkförsamling, ψηφίζεσθαι (eg.
m. omröstningsstenar). χειροτονεϊν (m. händers
uppsträckning).: det är beslutadt, άεάογμένον
Εστίν. άέάοκται.: b. mot, öfver ngn,
καταγιγνώ-σκειν, καταψηφίζεσθαί τίνος.: b. annorlunda,
με-ταγιγνώσκειν. μεταβουλεύεσθαι.

Beslutsam, έτοιμος, 2 ο. 3. πρόθυμος, 2.
εύπορος, 2. άοκνος, 2. Jfr Modig.

Beslutsamhet, προθυμία, ή. εύπορία, ή.
τό ετοιμον. τό άοκνον. Jfr Fasthet, Mod.

Beslå, 1) eg., med jern, (κατα)σιάηρούν.
σι-άήρω τυλούν. Jfr Belägga.: b. ett hjul,
περι-τιθέναι 1. περιβάλλειν Επίσωτρα 1. κανθούς.: b.
m. läder άέρμασι στρωννύναι. 2) b. m. osanning,
Ελέγχειν, Εξελέγχειν.

Beslägtad, a) eg., συγγενής, ομογενής, 2.
προσήκων, ουσα3 ον (τω γένει), αναγκαίος, 3.
οϊκεϊος, 3. Επιτήδειος, 3 ο. 2.: nära b., Εγγύς
προσήκων τω γένει. Εγγύς ων γένους 1. γένει,
άγχιστεύς, ό,: gm giftermål b., κηδεστής, ού, ό.:

vara nära b., άγχιστενειν. άγχιστα 1. Εγγύτατα
γένους είναι, b) lik, συγγενής, 2. αδελφόςt 3.
παραπλήσιος, 3 ο. 2. όμοιος, 3.

Beslöja, 1) eg., περιβάλλειν τινί καλύπτραν.:
b. sig, περιβάλλεσθαι καλύπτραν. 2) se Dölja.

Besmitta, se Smitta, Förpesta.

Besmörja, κατα-, περιπλάττειν· περιχρίειν.

B e s o 1 d a, μισθούσθαί τινα. μισθοδοτεϊν τινι.
διδόναι 1. τελεϊν 1. παρέχειν μισθόν τινι.:
besol-dad, μισθωτός, 3. μισθοφόρος, έμμισθος,
υπό-μισθός, 2.: vaTa b., μισθοφορεϊν. μισθόν
φέ-ρειν. χρήματα λαμβάνειν.

Bespara, 1) gm sparsamhet förvärfva,
περι-ποιεϊν, -σθαι. φειδωλία κτάσθαι.: jag har bespa
rat åt mig, περίεστί μοι. 2) befria ngn fr. ngt,
άφαιρεϊν, άποτρέπειν τινί τι. κουφίζειν,
άπαλλάτ-τειν τινά τίνος.: b. sig möda, kostnad, φείδεσθαι
πόνου, δαπάνης.: kunna b. sig ngt, ουδέν
δεϊ-σθαί τίνος, ού δει μοί τίνος.

Besparing, 1) handlingen, περιποίησις, ή.
φειδώ, ους, ή. 2) det besparade, περιουσία, ή.
τά περιόντα, περιποιηθέντα.

Bespeja, κατ-, διοπτεύειν. κατασκοπεΐσθαι.
παρατηρεϊν.

Β e s p i s a, δειπνίζειν, εστιάν, σιτίζειν,
ψωμί-ζειν τινά. σϊτον 1. τροφή ν παρέχειν τινί.

Bespotta, 1) eg. Εμπτύειν, Εγχρέμπεσθαί
τινι. καταχρέμπτεσθαί τίνος, προσπτύειν (äfv. fig.).
2) fig., se Begabba.

Bespringa (om djur), όχεύειν. Επιβαίνειν.
E-πιβατεύειν,: låta b., βιβάζειν. Επιβιβάσκειν.

Bespänna, se Förspänna.

Bespörja, se Fråga.

Best, θηρίον, τό (äfv. fig.).: = otymplig
menniska, άγροικος άνθρωπος.

Bestialisk, θηριώδης, 2 άγριος, 3.
άγροι-κος, 2.

Bestialitet, θηριότης, άγριότης, ή.
άγροι-κία, ή.

Besticka, 1) tr., διαφθείρειν (χρήμασιν).
δώροις, χρήμασιν, άργυρίφ πείθειν.: b. domare,
δεκάζειν. συνδεκάζειν.: låta b. sig,
(κατα)δωρο-δοκεϊν. διαφθείρεσθαι. χρήματα λαμβάνειν,
δεκά-ζεσθαι (om domare). 2) ref., b. sig till, se
Belöpa sig.

Besticklig, δωροδόκος, 2. δώρων 1.
χρημάτων ήττων, 2.

Besticklighet, δωροδοκία, ή.

Bestickning, τό διαφθείρειν. διαφθορά, ή.
δεκασμός, ό. δωροδοκία, ή (pass.), δωροδόκημα,
τό (eg. det emottagna).: äfv. m. δώρα, χρήματα,
τά.: anklagelse för b., δώρων γραφή, ή.:
öfverbevisa ngn om b., δώρων ελεϊν τινα.

Bestiga, 1) eg., άναβαίνειν, Επαναβαίνειν
Επί τι. Επιβαίνειν τινός 1. Επί τι, äfv. τί.
περι-βαίνειν (bl. ϊππον). εις-, Εμβαίνειν εις τι (bl. ναϋν,
πλοίον).: b. thronen, talarestolen, se d. o.: låta
b., άναβιβάζειν Επί τι. om skepp, Επιβιβάζειν Επί
1. εις τι, Εμβιβάζειν εις τι. 2) b. sig, Belöpa
sig.

Bestjäla, συλάν, περισυλάν τινα. κλέπτειν,
Εκκλέπτειν τά τίνος, ύφαιρεϊσθαί τινός τι.: b. en
författare, Εκστρέφειν συγγράμματα 1. ποιήματα
τίνος.

Bestorma, a) om en krigshär, προσβάλλειν
τινί 1. πρός τι. Εγκεϊσθαί τινι. b) om
sinnesrörelser, Εγκεϊσθαί τινι. ταράττειν. διασυνταράτ-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0041.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free