- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
16

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - A - Angifvande ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

16

Angifvande — Anledning.

ταγορεύειν.: falskeligen o. af ondska,
συκοφαν-τεϊν. διαβάλλειν.

Angifvande, -velse, 1) i allm., δήλωσις,
ή. λόγος, ό. εισήγησης, ή. κατηγορία, η.: enl.
hans a., Εξ ων λέγει 1. φησίν. 2) »anklagelse,
μήνυσις, ή. μήνυμα, τό. εισαγγελία, ή.
ενδει-ξις, ή. φάσις, ή. κατηγορία, ή.: falsk a.,
συκοφαντία, ή. σνκοφάντημα, τό.

Angifvare, μηνυτής, 6. κατήγορος, ό.: falsk,
συκοφάντης, ό.

Angrepp, se Anfall.

Angripa, 1) se Anfalla. 2) skada,
försvaga, άπτεσθαί τίνος, λυμαίνεσθαι. βλάπτειν.
ασθενούν. : angripas (af röta o. d.), σήπεσθαι. 3) se
Gripa sig an.

Angränsa, ομορεϊν τινι. ομορον 1.
πρόσο-ρον είναι τινι. γειτνιάν.: omedelbart, εχεσθαί
τίνος. — angränsande, δμορος, πρόσορος, 2.
μεθόριος, 3. πρόσχωρος, 2.

Angå, άνήκειν εις 1. πρός τι. εχειν, τείνειν
εις 1. πρός τι. είναι πρός τι. προσήκειν τινί :
hvad angår, τό πρός I. εις 1. περί 1. κατά τι,
äfv. ενεκά τίνος.: hvad mig angår, το πρός 1.
κατ* Εμέ. τό γ’ Ειϋ Εμοί. τό γ* Εμόν. εγωγε. Εγώ
μέν.: livad angår dta dig ? τί δε σοι τούτο.:
dta angår mig icke, ουδέν μοι προσήκει τούτου
1. τούτο. — angående, κατά, περί, εις, πρός
m. cicG. ενεκα m. gen. (ankommande).

Anhang, se Anhängare.

Anhålla, 1) bringa att stanna, Επέχειν.
κα-τέχειν. Εφιστάναι. συλλαμβάνειν (gripa). 2) se
Bedja 2).: a. om ett fruntimmers hand, se Fria.

Anhållan, se Bön 2).

Anhängare, εταίρος, o (kamrat),
άκόλου-θος, o (följeslagare), o συνών, σνγγιγνόμένος,
σύμμαχος, ό (i krig), βραστής, Επιθυμητής, ό
(älskare, både af pers. o. saker). Ofta gm omskr.
οι συν τινι. οι μετά τίνος (kamrater), οι άμφί
1. περί τινα (följeslagare, omgifning), οι άπό
τίνος (a. af en selet, skola), συστασιώται, οι (a. af
ett politiskt parti).: vara a., προσκεϊσθαι,
προς-ηρτήσθαί τινι. είναι 1. εστηκέναι συν τινι 1. μετά
τίνος, διώκειν τινά. φρονεϊν τά τίνος, εχεσθαί
τίνος, άντέχεσθαί τίνος (om saker). Ιράν,
Επιθν-μεϊν τίνος.

Anhängig, göra a., άναφέρειν, άποφέρειν,
hos ngn, πρός τινα.: inför rätta en sak, λήξιν
7τοιεϊσθαι. δίκην λαγχάνειν, mot ngn, τινί.

Anhörig, προσήκων, ούσα, ον. Επιτήδειος, 3
ο. 2. Jfr Slägting.

Animal, -lisk, ζωικός, 3. ζωώδης, 2.

Aning, προαίσθησις, ή. Ελπίς, ίδος, ή
(väntan).: f. öfr. νυ.: ond a., όττεία, ή.: icke ha a.
om ngt, ούδεμίαν αϊσθησίν τίνος εχειν 1.
λαμβάνειν.

Anis, άνηθον, ανισον, τό.: af a., άνήθινος.:
m. a. tillredd, άνηθίτης, άνησίτης, ου, ό.
άνη-σϊτις, ιδος, ή.

Anka, νήττα ή ήμερος.

Ankar(e), άγκυρα, ή (äfv. tig.).: kasta a.,
άγκυροβολεϊν. vanl. άφιέναι, βάλλειν, -σθαι,
χαλάν τήν άγκνραν.: lyfta, lätta a., άνασπάν,
ά-ναλύειν, αϊρειν, άναιρεϊν τήν άγκνραν.: lägga f.
a., όρμίζειν, προσορμίζειν ναυν.: lägga sig, gå
för a., ορμίζεσθαι. καθορμίζεσθαι. Εφ>ορμίζεσθαι.:
ligga för a., όρμεϊν (m. 1. utan lif άγκυρών, Επ
άγκυρας), vid ett ställe, Εφορμεϊν (Επί) τινι χω-

ρίω. på öppna hafvet, in αγκύρων σαλεύειν 1
άποσαλεύειν. Εν σάλω ίστηκέναι Επ* άγχυρών.

Ankararm, τό τής άγκυρας κέρας.

Ankare, (mått), άμφ>ορεύς, ό.

Ankarformig, άγκυροειδής, 2.

Ankarplats, δρμος, ό. Επίνειον, τό.
άκρο-βόλιον, τό.

Ankartåg, άγκύρια, τά.

Anklaga, 1) i allm., αϊτιάσθαι, καται
τιά-σθαί τινά τίνος, αϊτίαν Επιφέρειν τινί τίνος,
κα-τειπειν, κατηγορείν τινός τι. Επι-, Εγκαλεϊν τινί
τι. Jfr Beskylla, Förebrå. 2) inför domstol
1. myndighet, εϊσάγειν, ύπάγειν τινά τίνος 1. ώς
m. part. διώκειν τινά τίνος. Επεξιέναι, -έρχεβθαί
τινί τίνος 1. τι. κατηγορείν τινός τι 1. ώς m. part.
(ish. om anklagelsetalet).: i kriminal saker,
γρά-φεσθαί τινά τίνος, γράφεϋθαι γραφήν κατά
τίνος. διώκειν τινά γραφ>ήν.: i civilmål,
δικάζε-σθαί τινι. δίκην Επάγειν τινί. δίκην διώκειν τινά.

— efter särskilda former i Atheniensiska
rättegångsväsendet, εϊσαγγέλλειν, Επαγγέλλειν,
Εφη-γεϊσθαι, άπάγειν, προβάλλεσθαι. Jfr
Angifva.—: falskligen a., ψευδή κατηγορείν τίνος.
αδίκως Εγκαλεϊν 1. ψευδή αϊτίαν Επάγειν τινί.: i
elak afsigt, σνκοφ>αντεϊν τινα.: en frånvarande,
Ερήμην κατηγορείν.: anklagas, διώκεσθαι, δίκην
φ εύγειν (υπό τίνος).

Anklagare, κατήγορος, ο. ό γραφόμένος 1.
γραψάμενος. ό διώκων, οντος.

Anklagelse, 1) ss. handling, a) i allm.
τίασις, αιτίας Επιφορά, εγκλησις, κατηγορία, ή.
b) för rätta, κατηγορία, δίωξις, κρίσις, δίκη, η.

— särskilda former, φάσις, η (angifvelse),
εισαγγελία, Επαγγελία, απαγωγή, Εφήγησις, προβολή,
y]. 2) ss. sak, έγκλημα, αϊτίαμα, τό. γραφή, ή
(för en statsförbrytelse), δίκη, ή (i privatmål).
Jfr Beskyllning.

Anklagelsepunkt, έγκλημα, κατηγόρημα,
τό.

Anklagelseskrift, γραφή, υπογραφή, η.

Anknyta, προς-, συνάπτειν, προστιθέναι τί
τινι. Εξάπτειν, Εξαρτάν τί τίνος.

Ankomma, 1) eg., άφικνεϊσθαι. Εξικνεϊσθαι
(framhinna). προσιέναι, -έρχεσθαι. ηκειν.
παρα-γίγνεσθαι.: sjövägen, καταπλεϊν. καταίρειν.
κα-τάγεσθαι.: om saker, εις-, προσφέρεσθαι,
-κο-μιζεσθαι.: vara ankommen, παρεϊναι. ηκειν. 2)
a. på, se Bero, Gälla. 3) se Angå. —
ankommen, ύπόσαπρος, 2 (ngt skämd),
ύποπεπω-κώς, νια, ός (ngt drucken).

Ankomst, άφιξις, ή.: a. hem, ή οϊκαδε
άφι-ξις. Επιδημία, ή.: vanl. m. υν. t. ex. vid
ankomsten, άφικνού μένος, προσιών etc.: efter a.,
προ-σελθών, ο. s. ν.

Ankra, se under Ankar.

Ankring, άκραβόλιον, τό. bättre m. νυ.

Anlag, φύσις, ή. f|tf, ή.: goda a., ευφυία,
ή.: dåliga a., κακοφυΐα, ή.: brist på a., άφυία.
ή.: en s. har goda, dåliga, inga a., ευφυής,
κα-κοφυής, άφυής, 2.: ha goda a. för ngt, ευ
πε-φυκέναι 1. εύφυώς εχειν πρός τι.: a. att lära,
εύ-μάθεια, ή.: ha sådant, ευμαθώς εχειν.: sakna
det, άμαθώς εχειν.: ha det dåligt, δυαμαθώς

c , , c

Anledning, αιτία, η. αφορμή, η. προφασις.
ή. λαβή, ή.: första a., αρχή, ή.: gifva ngn a. till
ngt, αίτιον είναι 1. γίγνεσθαι τινί τίνος, αϊτίαν,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0020.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free