- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
323

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Orättfärdig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Orättfärdig —Oslipad.

323

Orättfärdig, άδικος, 2. ov δίκαιος, 3.
παράνομος, 2. άνόσιος, 2. μιαρόζ, 3. κακός, 3.
κακούργος, 2. πονηρός, 3. Jfr Orätt adj. 2).

Orättfärdighet, άδικία. ή. παρανομία, ή.
άνοσιότης, ή. κακία, ή. πονηρία, ή. κακονργία,
ή. ιό μιαρόν.

Orättmätig, άνομος, 2. παράνομος, 2.
άδικος, 2. ον δίκαιος, 3. ούκ ορθός, 3. ό, ή, τό
παρά τονς νόμονς 1. τό δίκαιον.

Orättmätighet, άνομία, ή. τό παράνομον.

Orättrådig, -het, se Orättfärdig, -het.

Orättvis, se Orätt adj. 2).

Orättvisa, se Orätt 2.

Orörd, 1) eg., ακίνητος, 2. άθικτος, άθιγής,
άχρανοτος, άνέπαφος, 2 (ej vidrörd). 2) fig.,
άκαμπτος, 2. άτίγγής, 2. άκηλητος, 2.

Orörlig, άκίνητος, 2. άτρεμής, 2. ασφαλής,
2. άτρεπτος, άδιάτρεπτος, 2.: vara ο., άκινήτως
έχειν. άτρεμεϊν.

Orörlighet, ακινησία, ή. άτρεμία, ή. τό
ά-κίνητον etc.

Ο s (på is), χάσμα, το.

Os, άτμός, ό. άτμίς, ίδος, ή. οσμή, ή (lukt).
κνίσα, ή (af fett).

Osa, άτμιάν. άτμίζειν.

Ο sadlad, άστρωτος, 2.

Osagd, lemna osagdt, έάν. παραλείπειν. μή
διισχνρίζεσΟαι.

Osalig, se Olycksalig.

Osaltad, άναλος, άναλτος, άναλμος, 2.

Osammanhängande, άσννάρτητος,
άσννάρ-μοστος, 2. άνακόλονθος, 2.

Osams, se Oense.

Osann, ψενδής, 2. ονκ αληθής, 2. πλαστός, 3.

Osannfärdig, ψενδής, 2. άναλήθης, 2.
άπιστος, 2.

Osanning, ψευδός, τό, πλάσμα, τό.: tala
ο., φενδεσθαι. ψενδολογειν. ψευδή λέγειν.: icke
vara i stånd till ngn o., μή οιόν τε είναι
ψεύ-δεσθαι.

Osannolik, άπίθανος, 2. άπεικώς, νϊα, ός.:
vara ο., άπεοικεναι.

Osannolikhet, άπιθανότης, ή. τό άπεικός.

Osed, κακόν έθος, τό.

Osedd, άνόρατος, αθέατος, άοπτος, 2.
άφα-νής, 2. Jfr Obemärkt.

Osedig, άκοσμος, 2. άπαίδευτος, 2.
κακοήθης, 2. άκόλαστος, 2.

Osedighet, άκοσμία, ή. άπαιδευσία, ή.
κακοήθεια, ή. άκολασία, ή.

Ο sedlig, κακοήθης, 2, άσεβής, 2 (om pers.).
ανόσιος, 2, άδικος, 2 (om pers. ο. handling).
αισχρός, 3 (bl. om handling).

Osedlighet, κακοήθεια, ή άσέβεια, ή.
άνο-σιότης, ή. άδικία, ή. αισχρό της, ή. αίσχος, τό.

Osegelbar, άπλονς, 2.

Ο siktad, άσηστος, 2. άδιάκριτος, άκριτος, 2.

Ο silad, άδιύλιστος, άδιήθητος, 2.

Oskadd, άκέραιος. 2. ακήρατος, 2. άκραιφνής,
2. άβλαβής, 2. άσινής, 2. άδήλητος, 2. σώος
(σώς), 3. άρτι μελής, 2.

Oskaddhet, άκεραιότης, ή. άβλάβεια, ή.

Ο sk a dl i g, άβλαβής, 2. άσινής, 2. άκακος, 2.
άλνπος, 2.

Oskadlighet, άβλάβεια, ή. τό άσινές.
ακακία, ή. άλνπία, ή.

Ο skalad, άλέπιστος, 2.

Ο skapad, άγένητος, 2. άκτιστος, 2. έξ άρχής
υπάρχων, ονσα, ον.

Ο s k a ρ 1 i g, άμορφος, δύσμορμος, 2. δνσειδής,
2. αισχρός, 3.

Ο s k a ρ 1 i g, άμορφία, δυσμορφία, ή. αίσχος, τό.

Oskattbar, ύπερτίμιος, 2. πλείστον άξιος, 3.
νπερ πάσαν τιμήν, πολντίμητος, 2.

Oskattbarhet, πλείστη άξια, ή.

Ο s k e d d, άγενητος, 2.

Oskick, άκοσμία, ή. άκολασία, ή. ύβρις, ή.
κακόν έθος, τό (osed).

Oskicklig, a) opassande, απρεπής, 2. ού
πρέπων, ονσα, ον. άοχήίΐων, 2. άπειρόκαλος, 2. b)
oduglig, oförmögen, αδύνατος, 2. αγνής, 2. σκ α
ιός, 3. δνσχερής, 2. Jfr Otymplig. c) utan
färdighet, άπειρος, 2. άμονσος, 2. άτεχνος, 2·
άνεπιστήμων, 2. άμαθής, 2.

Oskicklighet, a) άπρέπεια, ή. άσχημοσύνη,
ή. άπειροκαλία, ή. b) άδνναμία, ή. άφυία, ή.
σκαιότης, ή. c) άπειρία, ή. άμονσία, ή. άτεχνία,
ή, άνεπιστημοσύνη, ή άμαθία, ή.

Oskiftad, se Odelad.

Oskiljaktig, άχώριστος, 2. άδιάλυτ ος, 2. —
σνμπεφνκώς, υια, ός. άεί σννών, ούσα, όν.

Ο skodd, άννπόδητος, 2 (på fötterna).

Oskrapad, άστλέγγιστος, 2. άψηκτος, 2.

Oskrifven, άγραπτος, άγραφ>ος, 2. Jfr Ο b
e-skrifven.

Oskrymtad, se Oförställd.

Oskrynklad, άρρντίδωτος, 2. άκλαστος, 2.

Oskrädd, ov κεκαθαρμένος, 3. άλέπιστος, 2.
ακέραιος, 2.

Ο skuggad, άσκιος, 2.

Oskuld, 1) skuldlöshet, τό άναίτιον, sedn.,
άννπαίτιον. τό άνέγκλητον. άναμαρτησία, ή. 2)
kyskhet, άγνότης, άγνεία, ή. 3) enfald,
obekantskap m. det onda, άκακία, ή. εύήθεια, ή.

Oskuldsfull, se Oskyldig.

Ο skuren, άτμητος, 2.: om djur, ένορχις 1.
ένορχος, 2.: om säd, άθέριστος, 2.

Oskyld, se Obetäckt.

O skyld, ov 1. ούδεν προσήκων, ουσα, ον
(τω γένει), αλλότριος, 3. όθνειος, 3.

Oskyldig, 1) skuldlös, άναίτιος, sedn.
ά-νυπαίτιος, 2 (till ngt, τινός), άνέγκλητος, 2.
ά-νεύθννος, 2. άναμάρτητος, 2.: förklaras ο.,
ά-πολύεσθαι τών Εγκλημάτων, jfr Frikänna. 2)
kysk, αγνός, 3. καθαρός, 3. 3) enfaldig, utan
ondska, άκακος, 2. ενήθης, 2.: = oskadlig, se
d.: ett o. skämt, άνεπαχθές σκώμμα, τό.

Oskyldighet, se Oskuld, Oskadlighet.

O skymd, άνεπισκότιστος, 2. hellre m. ού o.
partt. af vv. under Skymma.

Oskymfad, άνύβριστος, 2. άκάκωτος. 2.

O skäl, άλογον, τό. άλογία, ή.: m. ο., άνευ
λόγου- άλόγως. εικρ.

Oskälig, 1) se Grundlös. 2) se Obillig.
3) oförnuftig, άλογος, 2.: de oskäliga djuren,
τά άλογα (ζώα).

Oskälighet, άλογία, ή.: = obillighet, se d. ο.

Ο skämd, ακέραιος, 2.

Oskär, -a, se Oren, -a.

O s k ö 1 j d, άκλυστος, 2. άπλυτος, 2.

Oskön, ού καλός, 3. αισχρός, 3.

Ο s 1 a g e η, αθέριστος, 2 (om säd), ακέραιος, 2.

Oslipad, άθηκτος, 2. αυτοφυής, 2 (om
ädelstenar).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0327.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free