- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
258

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Länderi ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

258

Länderi — Lärjunge.

ngt l:er mig till ära, ευδοκιμώ έπί τινι.: det 1.
mig till räddning, till skam, σωτήρων μοί έστιν.
έπονείδιστόν μοί έστιν.

Länderi, se Landtegendom.

Ländkota, iσχίον, τό.

Länga, όρμαθός, ού, ό.

Längd, 1) utsträckning fr. en punkt till en
annan, μήκος, τό (rums o. tids), μονή, ή,
χρόνος* ό (tidsl). μέγεθος, τό (kropps, persons),
μα-κρότης, ή (Sedn.).: tidens 1., χρόνου μήκος el.
πλήθος, τό.: i tidens 1. el. i hen, ίϊς πολύν
χρό-νον.: på längden (lokalt), τό μήκος.: draga ut
ett tal på l:en, λόγον) μηκύνειν. μακρόν λόγον
άποτείνειν. έκτείνειν λόγον.: draga ut på l:en m.
kriget, τόν πόλεμον μηκύνειν el. άναβάλλεσθαι.:
gå på l:en, μακρόν τείνεσθαι (lokalt), χρόνιον
γίγνεσθαι el. παρατείνειν (temporalt). 2) lista,
κατάλογος, ο.

Längdmått, μέτρον, τό.

Länge, έπί πολύ. πολύνχρόνον. μακράν.:
ganska 1., πλείστον χρόνον.: redan 1., πάλαι, εκ-,
πρόπαλαι. προ πολλού (χρόνον).: så 1., τοσούτον
χρόνον. έπί τοσούτον.: så 1. tills, έφ* δσον.: säl.
som, εως. μέχρι οτου.: räcka 1., χρονίζειν.

Längre, 1) adj., μακρότερος, 3. ό, η, τό
έπί πλέον, μείζων, ον el. τω μεγέθει
υπερβάλλων, ουσα, ον (om kroppslängd). 2) adv.,
πόρρω-τέρω. έπί πλέον, μακρότερον. πέρα. περαιτέρω.:
1. opp, ανωτέρω.: 1. ned, κατωτέρω.: gå 1.,
πορ-ρωτέρω el. περαιτέρω προϊέναι, προβαίνειν.:
komma 1. i ngt, έπιδιδόναι εϊς τι. προκόπτειν εν τινι.

Längs, κατά (nedåt), άνά (uppåt) m. acc.

Längst, 1) adj., μακρότατος, 3. 2) adv.,
μακροτάτω.: 1. bort, πορρωτάτω.

Längta, (έπι)ποθεϊν τι. πόθον ϊχειν τινός,
πόθος τινός εχει τινά. έπιθυμείν τίνος, ποθεινώς
εχειν τινός.: 1. att ngn gör, δεϊσθαί τίνος ποιεϊν τι.

Längtan, πόθος, ό, έπιθιt μία, ή (τινός,
efter ngt).: 1. efter ngt fattar ngn, πόθος τινός
Ιγγίγνεταί τινι el. εχει τινά.: af 1., πόθω.: 1.
tär mig, πόθος μ,’ εχει διακναίσας.

Länk, κρίκος, δ. άρμός, ό.

Länka, εύθύνειν. καθηγεϊσθαι. κυβερνάν.

Länsa, έξαντλεϊν.

Länstol, κλιντήρ, ήροζ, ό. άνακλιντήριον,
ά-νάκλιντρον, τό. θρόνος ο άνάκλιτος. κλισμός, ό.

Läpp, χείλος, τό. χελύνη, ή.: bita sig i l:en,
ίνδάκνειν τά χείλη, τήν χελύνην έσθίειν.: s. har
framstående läppar, πρόχειλος, 2.: gå o. hänga
1., δυσκόλως εχειν el. d.

Läppja, άκροις τοις χείλεσι πίνειν el.
γεύσα-σθαι. χειλοποτεϊν (poët.). äfv. bl. γεύεσθαι (eg. ο.
oeg.) m. gen.

Lära, verb., 1) undervisa, διδάσκειν (τινά τι,
ngn ngt), παιδεύειν (τινά εις τι, πρός τι, ngn f.
ngt ändamål, εν τινι, περί τι, i ngt el. ngt).:
offentligt 1. ngt, έπαγγέλλεσθαί τι.: 1. sig, =
följ. 2) emottaga undervisning, (έκ-,
κατα)μαν-θάνειν (τί τίνος el. τί έκ, παρά τίνος, υπό
τίνος, ngt af ngn), παραλαμβάνειν (τί παρά τίνος),
διδάσκεσθαι. παιδεύε σθαι.: 1. utantill, τίθεσθαι
εις μνήμην, έκμανθάνειν.: 1. känna, πεϊραν
λαμβάνειν τινός, έν πείρα γίγνεσθαι τίνος, εϊς
πεϊραν έλθεϊν τίνος. (κατα)μανθάνειν τι. γνωρίζειν
τι el. τινά. γιγνώσκειν. ίστορεϊν. γνώριμος
γίγνε-ταί τινί τις.: lär k. dig sf, γνώθι σεαυτόν.: 1.
inse, γιγνώσκειν. συν ι έν αι.: s. har lätt f. att 1.,

εύμαθής, 2.: s. lärt mycket, πολυμαθής, 2.: s.
sent har lärt, δψιμαθής, 2. 3) ss. hjelpverb.,
lär, lärer, lära. uttr. m. λέγεταιt ομολογείται,
m. nom. el. acc. o. inf., λέγουσι m. acc. o. inf
el. m. cof, δτι o. verb. finit. (om förgången
handling). έοικέναι, δοκεϊν, φαίνεσθαι m. nom. o. inf.
(om pågående el stundande handl.): äfv.
gudarna lära beherrskas af Zeus, λέγεται και τούς
θεούς υπό του Λιός βασιλεύεσθαι.

Lära, subst., 1) undervisning, διδασκαλία, ή.
διδαχή, ή. παιδεία, ή. μαθητεία, ή.: sätta ngn
i 1., έπί τέχνην έκδιδόναι τινά.: hafva ngn i 1.,
παραλαβόντα διδάσκειν τινά 2) undervisande
utlåtelse, föreskrift, δίδαγμα, τό. παράγγελμα,
τό. παραίνεσις, ή. λόγος, δ. υποθήκη, ή.
μάθημα, τό. μάθησις, ή.: ge goda l:or, καλούς el.
σοφούς λόγους ύποτίθεσθαί τινι. καλά διδάσκειν
τινά. 3) sammanfattning af de satser, s. höra
till undervisningen om en sak, λόγοι oi περί
τίνος. δόγμα, τό (ofta pl.).ι 1:η om Gud, oi περί
θεού λόγοι, θεολογία, ή.

Läraktig, εύμαθής, 2 (πρός τι), οξύς (εϊα, ν)
γνώναί τι. εύάγωγος, 2. θυμόσοφος, 2.: vara 1.,
εΰμαθώς εχειν.

Läraktighet, εύμάθεια, -θία, η.

Lärare, διδάσκαλος, ό. παιδεντής, ον, ό.:
skicklig 1-, άνήρ διδασκαλικός, ο.: 1. f. barn,
παιδαγωγός, ό. παιδοτρίβης, ου, δ (äfv. i
gymnastik). : ha ngn i 1., χρήσθαί τινι διδασκάλω.
προς-φοιτάν τινι.: vara offentlig 1., έπαγγέλλεσθαί
τέχνην τινά.

Lärarinna, διδάσκαλος, ή.

Lärd, 1) adj., πολυμαθής, 2. γραμμάτων
εμ-πειρος, 2. δεινός (3) τά γράμματα, σοφός, 3.
πεπαιδευμένος, 3 (εν τινι, τέχνην τινά). 3) subst.,
σοφός, δ. φιλόσοφος, ό. σοφιστής, ον, δ.
φιλόλογος, ό (vitter).

Lärdom, 1) objektivt, a) sammanfattning af
insigter, πολυμάθεια, -θία, ή. γραμμάτων
έμ-πειρία, ή. σοφία, ή. παιδεία, ή. b)
sammanfattning af undervisnings- el. kunskaps-delar,
γράμματα, τά. μάθημα, τό. παίδευμα, τό. 2)
subjektivt, se Lära 2).: hemta 1. af ngt,
νουθετεϊ-σθαι υπό τίνος, παράδειγμα ποιεϊσθαι εκ τίνος.

Lärdomsdel, -gren, μάθημα, τό.
μάθη-σις, ή.

Lärdomsidkare, ο σπουδάζων (οντος) περί
τά γράμματα, ο. d. φιλόλογος, ό.

Lärdomsprof, δείγμα el. έπίδειγμα σοφίας,
τό.: aflägga 1., δείγμα σοφίας παρέχειν. έπίδειγμά
τι σοφίας έπιδεικνύναι.

Lärdomsskola, διδασκαλεϊον, τό.
παιδευτή-ριον, τό. γραμματοδιδασκαλείον, τό.

Lärdomsyrke, του φιλολόγου el. φιλοσόφου
el. σοφού έπιτήδευμα, τό.

Lärft, λίνον, τό·: ha kläder af 1., λινά φορεϊν.

Lärftberedning, λινουργία, ή.

Lärftkrämare, δθονιοπώλης, ου, δ.

Lärgirig, προθυμότατος (3) εϊς διδαϋκαλίαν.

Lärgirighet, έπιθυμία του διδάσκειν, ή.

Lärgosse, παις ό έκδεδομένος el.
παραδεδο-μένος έπί τέχνην.

Lärjunge, μαθητής, ού, δ. ομιλητής, oø, ο.
φοιτητής, ού, δ.: qvinlig 1., μαθήτρια, ή.
μαθη-τρίς, ίδος, ή.: lärjungar at ngn, οι περί τινα.
οι άπό τίνος, οι συνόντες τινί. oi σύν τινι el.
μετά τίνος.: vara ngns 1., προσφοιτάν τινι. φοι-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0262.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free