- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
135

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Försvarslös ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Försvarslös ■

τον ς Επιόντας.: föra ett f., πολεμεϊν μόνον ο σον
αμύνεσθαι τους Επιόντας.

Försvarslös, απαράσκευος, άπαρασκεύαστος,
2 (oförberedd), βοηθών έρημος, 2 (utan hjelpare).
άφύλακτος, άφρούρητος, άφρακτος (utan
bevakning, befästning).

Försvarsmedel, άμυντήριον, τό. οχύρωμα,
τό.

Försvarspunkt, άπολόγημα, τό (i ett tal).
οχύρωμα, όχυρόν, τό, αποστροφή, ί (ställe, der
man kan hålla sig mot en fiende).

Försvarsskrift, όπολο^/α, ή.

Försvars(till)stånd, sätta i f., r*

Ixavov άπομάχεσθαι. φρουράν Εγκαθιστάναι
χω-tw/*.: sätta sig i f., παρασκευάζεσθαι ώς
ά-μυνούμενον.

Försvarstal, αττολογία, ή. λό-

yoi, ό.

Försvarsvapen, άμυντήρια οπλα, τά.

Försvarsverk, τα πρόί τό άμύνεσθαι
πολεμίους.

Försvarsvis, gå f. till väga, άμύνεσθαι
μόνον.

Försvinna, άφανίζεσθαι. Εξίτηλον 1. άφανή
γίγνεσθαι. οϊχεσθαι. Εκποδών άπιέναι. παύεσθαι
(t. ex. sinnesrörelser).: låta f., άφανίζειν. άφανή
ποιειν.

Försvinnande, άφάνισις, »J. άφανισμός, ό.
yi/y»}, tf.

Försvåra, χαλεπό ν, χαλεπώτ ερον, δυσχερές,
Επίπονον ποιειν τι. Εμποδών γίγνεσθαι τινι.

Försvärja, se Afsvärja.: f. sig, Επιορκεϊv
(svärja falskt), åt ngn, όμνύναι ή μήν εσεσθαί
τίνος.

Försyn, 1) Guds f., πρόνοια, ή (τού θεού),
ή θεία Επιμέλεια 1. φροντίς. ή θεία μοίρα (Guds
styrelse). 2) blygsel, sedlig fruktan, αιδώς, ούς,
η. αισχύνη, ή.: hysa f., αϊδεϊσθαι m. acc.
αϊσχύ-νεσθαι m. acc. 1. inf. Εντρέπεσθαι m. acc.: utan
f., άναιδώς. άναισχύντως.: handla utan f.,
άναι-σχυντεϊν.

Försynda sig, mot ngn 1. ngt, άσεβεϊν περί
m. acc. άσεβώς εχειν περί τινα. Se f. öfr Fela
2).: af fruktan att f. sig afvisa ngt, άφοσιούσθαί τι.

Försynt, αϊδήμων, 2. αϊσχυντηλός, 3.

Försynthet, αϊδημοσύνη, ή. αϊσχυντηλία, ή.
τό αϊσχνντηλόν. αιδώς, ους, ή.

Försåt, Ενέδρα, ή. δόλος, ό. επιβουλή, ή.:
lägga f. för ngn, Ενεδρεύειν, Ελλοχάν τινα.
Επι-βουλεύειν τινί. Se vidare Bakhåll.

Försåtlig, Επίβουλος, 2. δολερός, 3. ύπουλος,
2. — άπιστος, 2. άβέβαιος, 2. σφαλερός, 3.

Förs äga sig, πλημμελεϊν 1. σφάλλεσθαι 1.
ά-μαρτάνειν λέγοντα.

Försäkra, 1) se Betrygga.; f. sig om ngt
(= bemäktiga sig), χρατειν. χατασχεϊν,
καταλα-βεϊν τι. Jfr Säker. 2) se Förvissa. 3)
bedyra, (δια)βεβαιούσθαι. {δι)ϊσχυρίζεσθαι.
διαμαρτύ-ρεσθαι. φάναι ή μήν m. inf fut.: edligenf.,
(Επ)-ομόσαντα εϊπεϊν.

Försäkran, -ring, βεβαίωσις, διαβεβαίωσις,
η. πίστις, ή. πιστά, τά. πίστωμα, τό. f. öfr. νυ.
Jfr Säkerhet.

Försälja, se Sälja.

Försäljning, πράσις, διάπρασις, ή.
διάθε-ÖK, ή. πώλησις, άπεμπόλησις, άπεμπολή, ή.

Försämra, χείρον ποιειν.: ϊ. sig 1. försäm-

- Förtiga. 135

ras, άποχλίνειν 1. ρέπειν πρός, εϊς τό χείρον,
φέρεσθαι, μεταβάλλειν, τρέπεσθαι Επί τό χείρον.

Försämring, ή εις τό χείρον άπόχλισις 1.
μεταβολή.

Försända, άπο-, δια-, Εχπέμπειν.
άποστέλ-λειν.

Försändning, διαπομπή, ή. αποστολή, ή.

Försänka, 1) eg., χαταδύειν. (κατα)βυθίζειν.:
i hafvet, χαταποντίζειν. χαταποντούν.: f. en hamn
ο. d., άποφράττειν, άποχλείειν. 2) fig.,
χαταδύειν τινά τινι. Εμβάλλειν τινά εις τι.: f. ngn i
sömn, χατασπάν τινα εις νπνον.

Försänkning, χαταποντισμός, ό (i hafvet),
f. öfr. m. νυ.

Försätta, 1) se Flytta. 2) f. egendom, tid,
o. d., se Förslösa. 3) i ett läge, καθιστάναι
εις τι. καθίζειν (t. ex. τινά χλαίοντα 1. χλαίειν).
Εμβάλλειν τινά εις τι. διατιθέναι τινά m. adv,:
f. bland Gudarne, άνάγειν εις θεούς,
άπαθανα-τίζειν. 4) ngt m. ngt, κερανννναι τί τινι 1. τί
πρός τι 1. μετά τίνος, άναμιγνύναι τί τινι.
άνα-δεύειν τί τινι.

Försök, πείρα, απόπειρα, διάπειρα, ή.: på
f., εις άπόπειραν. Επί πείρα.: göra ett djerft f.
m. ngt, διακινδυνενειν εν τινι,: göra f., se Följ.

Försöka, 1) sätta på prof, πει^άσθαι,
δια-πειράσθαί τίνος, πείραν λαμβάνειν τινός,
δοχι-μασίαν ποιεϊσθαί τίνος. : = få erfarenhet af,
smaka på, γεύεσθαι, άπογεύεσθαί τίνος.: s. icke
försökt ngt, άγευστός τίνος. 2) bemöda sig om,
företaga, πειράσθαι. Επιχειρεϊν. Εγχειρεϊν.: f. allt,
Επί πάν Ελθεϊν. μηχανάσθαι πάσαν μηχανήν.
πάντα ποιεϊν. πάντα λίθον χινεϊν. πάντα χάλων
Εχ-τείνειν 1. Εξ-, Εφιέναι 1. χινεϊν. Jfr Fresta. —
försökt, se bepröfvad, erfaren.

Försökelse, se Frestelse.

Försörja, se Föda 3).

Försörjning gm vv. jfr Uppehälle.

Försötma, γλυχάζειν, γλυχαίνειν. ήδύνειν,
καθηδύνειν.

Försötmande, γλύχανσις, ή. γλυκασμός, ό.

Förtaga, άφανίζειν. άπο -, χατασβεννύναι.
χα-τέχειν. παύειν, χαταπαύειν.

Förtal, διαβολή, ή. βασχανία, ή. χαχηγορία,
χακολογία, ή. συκοφαντία, ή. συκοφάντημα, τό.

Förtala, διαβάλλειν τινά, för ngn, πρός
τινα. κακηγορεϊν, κακολογεϊν, κακώς λέγειν,
βα-σκαίνειν, συκοφαντεϊν τινα. βλασφημεϊν περί 1.
κατά τίνος 1. εις τινα.

Förtalare, βάσκανος, ό. συκοφάντης, ου, ό.
κακολόγος, ό. συκοφαντικός, ό. ο. partt.

Förtappad, άπόβλητος, 2. — διεφθαρμένος,
3. Εξώλης, 2. φαύλος, 3. πονηρότατος, 3.: en f.
menniska, κάθαρμα, άποκάθαρμα, τό.

Förtappelse, διαφθορά, ή. Εξώλεια, ή.

Förteckning, κατάλογος, ό. πίναξ, ακος, ό.

Förtegen, σιωπηλός, -ρός, 3. Εχέμυθος, 2.:
vara f., Εχε μ υθεϊν.

Förtegenhet, Εχεμυθία, ή.

Förtenna, κασσιτερούν. γ άνουν.

Förtid, ό πρότερον 1. εμπροσθεν χρόνος.:
i f., προ καιρού, άωρί.

Förtidig, πρόωρος, 2. άωρος, 2. άκαιρος, 2.
ό, ή, τό προ καιρού.

Förtiga, σιγάν. σιωπάν, άπο-, κατασιωπάν.
άποκρύπτεσθαι. νποστέλλεσθαι. μή λέγειν 1.
άπο-φαίνειν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0139.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free