- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
113

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Fällande ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Fällande —

f. ett omdöme, utslag, χρινειν, γιγνώσκειν.
γνώμην άποφαίνεσθαι.: f. hotelser, άπειλεΐν (άπειλάς).:
f. ett yttrande, λέγειν τι. Εκβάλλειν λόγον
(framkasta).: f. förböner, δείσθαι 1· δεήσεις ηοιεισθαι
(υπέρ τίνος). Se subst.

Fällande, κατάγνωσις, καταψήφισις, ή (af
en domstol). F. öfr. vv.

F ällbrygga, Εηιβάθρα, ή.

Fäll g al ler, καταρράκτης, ου, o.

Fällning, 1) se Fällande. 2) se
Bottenfällning, Affall.

Fällstol, όκλαδίας (δίφρος), ου, ό.

Fält, 1) slätt, ηεδίον, τό. ευρυχωρία, ή.
«-ρονρα, ή (åkerfält), αγρός, ό (ish. i pl., mots.
mot stad).: fria, öppna fältet (mots. inne),
υηαι-θρον, τό.: på fältet, iv υπαίθρω.: det står ännu
i vida fältet, πόρρω ετι Εστίν. άδηλον, άσαφές
Εστίν. 2) milit., vanl. m. στρατεία, ή.: i f., iv
στρατεία. ini στρατείας. χατά τήν στρατείαν 1. m.
part. af στρατεύει.: draga i f., (Εκ)στρατεύειν,
-σθαι (ini τινα, mot ngn), (στρατείαν) Εξιέναι 1.
ΕξελθεΤν.: draga i f. mot ngn, Εηιστρατεύειν, -σθαί
τινι.: draga i f. m. ngn, συστρατεύειν, -σθαί
τινι.: stå i f., iv στρατεία 1. ini στρατείας 1. εξω
είναι.: ställa en här i f., Εκηέμηειν στράτευμα 1.
στρατιάν.: rymma fältet, άναχωρειν. ύποχωρειν.
ήττάσθαι.: slå ngn ur fältet, Εκκρούειv τινά. Se
vidare Flykt. 3) i måleri o. byggnadskonst,
φάτνη, ή, φάτνωμα, τό (i tak), κώλον, τό (yttre
del af en byggnad i allmht). πλάξ, αχός, ή.
δέλ-τος, ή. ηίναξ, αχος, ό. έδαφος, τό.

Fältflaska, άσκοπυτίνη, ή.

Fältfot, ώσπερ iv στρατεία 1. στρατοπέδω 1.
στρατεύων. Jfr Krigsfot.

Fältfrukt, o τής γής χαρηός. σίτος, ό.
λή-ϊον, τό.

Fältherre, στρατηγός, ο. στρατηγών, ουντος,
ο. άρχων, οντος, ό. ήγεμών, όνος, ό.
στρατηλάτης, ου, ό.: skicklig f., άνήρ στρατηγικός, ό.:
vara f., στρατηγείν, άρχειν, ήγεμονεύειν,
ήγεί-σθαί τίνος, στρατηΧατεϊν.: vilja bli f., στατηγιάν.

Fältherrekonst, στρατηγική, ή.

Fältherrerykte, ή άηό τής στρατηγίας δόξα.

Fältherrestaf, σκήητρον στρατηγού 1.
στρα-τηγικόν, τό. vanl. fig. = fältherre värdighet, se d. o.

Fältherrestorhet, τό στρατηγικόν.
στρατηγού αρετή, ή.

Fältherretält, στρατηγού 1. στρατηγική 1.
στρατηγις σκηνή, ή. στρατήγιον, τό.

Fältherrevärdighet, στρατηγία, ή.
ηγεμονία, ή.

Fältläkare, ο κατά στρατόηεδον Ιατρός.

Fältmätare, se Landtmätare.

Fältrop, se Härrop.

Fältskär, χειρουργός, ό. ιατρός, o.

Fältslag, μάχη, ή.: öppet f., σταδία μάχη.

Fälttecken, σημεlov, τό.

Fält tjenst, στρατεία, ή.

Fälttåg, στρατεία, ή. έξοδος, ή. στόλος, ό.:
f. mot ngt, Επιστρατεία, ή.: f. inåt landet,
άνά-βασις, ή.: anträda ettf., Εχστρατεύειν. στρατείαν
Εξιέναι. όρμάσθαι εις στρατείαν.: deltaga i ett
f., συστρατεύεσθαι.: företaga ett f. mot ngn,
στρα-τεύεσθαι 1. στρατείαν ποιεϊσθαι ini τινα.
Επιστρα-τεύειν, -σθαι τινι 1. Επί τινα.

Fältvakt, προφυλακή, ή. ol προφυλάττοντες.

Fänad, se Fä.

Färga. 113

Fänge, se Fångst 1).

Fängelse, δεσμωτήριον, τό. δεσμοί, οι,
φυλακή , ή. ειρκτή, ή.: sätta, kasta i f , εις τό
δεσμωτήριον άπάγειν, ελκειν (föra, släpa), διδόναι
εις φυλακήν. χατατιθέναι, äfv. άποτιθέναι εις τό
δεσμωτήριον. εϊογειν. χαθείργειν. δειν.: råka i
f., εις την^ είρκτην εϊσπίπτειν. δεθήναι.: sitta i f.,
iv φυλακή 1. iv φρουρά είναι.: hålla i f.,
δέ-σμοΐς φυλάττειν.: befria ur f., λύειν ix τών δεσμών.
ΕξαγαγεΙν ix του δεσμωτηρίον. άπαλλάττειν τής
φυλακής. Jfr Fångenskap.

Fängelsestraff, δεσμών ζημία, ή.

Fångsel, δεσμοί, oi, vanl. δεσμά, τά. Jfr
Boja.

Fängsla, 1) eg., δεσμεύειν. δειν. χαταδεΐν.
περιβάλλειν τινά δεσμοις. Jfr Fängelse. —
fängslad, δεδεμένος, 3. δέσμιος, 2. δεσμώτης,
ου, ο. 2) fig., helt ο. hållet intaga, χατασχεϊν.
αϊρειν^ κηλεΐν.: f. ngn vid sig, Εξαρτάσθαί τινα
εαυτού, άναρτάσθαί τινα.

Fängslande, δέσμευσες, ή. vanl. gm vv.

Fängslig, a) om pers., se fängslad, b) £
förvar, se Fängelse.

Färd, se Resa.: gå, fara sina färde, se
Bortgå, Afresa. — råka, komma, ge sig i f. m. ngn,
συμμίγνυσθαι, προσμίγνυσθαι, συμβάλλειν τινί
(äfv. i fiendtlig men.), χρήσθαί τινι. m. ngt,
cc-ητεσθαι, άνθάητεσθαι, άντιλαμβάνεσθαι τίνος.:
vara i f. m. ngt, είναι, ϊχειν άμφί 1. περί τι.
ηράττειν τι. σπουδάζειν περί τι. — vara på färde,
γίγνεσθαι, πράττεσθαι. είναι.: hd är på färde?
τί τό πράγμα; hd var på f.? τί Εγένετο 1.
συνέβη ; ingen fara är på f., ουδείς κίνδυνος υπάρχει,
ουκ εστι κίνδυνος.

Färdas, 1) se Fara, Resa. 2) bråka, föra
väsen, στρέφεσθαι. θορυβεϊν. πολνπραγμονείν.:
f. fram, se Framfara.

Färdig, 1) se beredd.: göra sig f.,
παρα-σκευάζεσθαι. άποδύεσθαι (eg. till kroppsöfningar).
προβάλλεσθαι (om soldater). 2) se
Beredvillig. 3) om kropp o. lemmar, δυνατός, 3.
τέλειος, 3. Ερρωμένος, 3. 4) i stånd att fort
åstadkomma ngt, δεξιός, 3. αγαθός, 3. εμπειρος, 2.
δεινός, 3. 5) fulländad, τέλειος, 3. ο. m. part.:
göra f., άπεργάζεσθαι. άποτελεϊν. διαπράττειν
άποδεικνύναι.: bli f. m. ngt, (Εξ)ανύτειν τι.
άπαλλάττειν τι.: bli f. m. ngn, διαλύεσθαι τά πρός
τινα. i strid, περιγίγνεσθαι, χρατειν τίνος.: just
vara f. m. ngt, γενέσθαι άπο τίνος.

Färdighet, δεξιότης, ή. Εμπειρία, ή. τριβή,
ή· εξις, ή.: besitta f. i ngt, Εμπείρως εχειν
τινός. Ofta kan det uttryckas gm adj. på -ικός.
t. ex. en s. besitter f. att anskaffa ngt,
ποριστι-κός τινός.

Färg, 1) ss. egenskap, χρώμα, τό. χρόα, η
(ish. på hyn).: vacker, frisk f., εύχροια, ή. s. har
sdn, εύχρους, 2. εϋχρως, 2. ha sdn, εύχροεΐν.
(mots. κακόχροια, ή. κακόχρους, 2. χαχοχροεΐν).:
skifta, ändra f., άλλοχροείν. άπ οχ ρ αίνε σθαι.
τρέ-πεαθαι 1. διαφθείρειν τό χρώμα, μεθιστάναι τι
του χρώματος. = blekna, ώχριάν.: få f., εϋχρων
γίγνεσθαι. Ερυθραίνεσθαι. περκάζειν (om
drufvor).: ge f., se Färga. 2) ämne att färga m.,
φάρμακον, τό. βάμμα, τό. βαφή, ή. χρώμα, τό.
3) på tal, framställning, χρώμα, τό. Jfr Ljus.

Färga, χρωννύναι. Επι-, καταχρωννύναι.
χρω-ματίζειν. Επιχρωματίζειν. om färgare, βάπτειν.

15

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0117.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free