- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
30

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Begjutning ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

30

Begjutning — Behandla.

Be gjutning, κατά-, Επίχυσις, κατ-,
Επάν-τλησις, καταιόνησις, η. βροχή, βρέξις, ή.

Beglänsa, καταλάμπειν τινός 1. τι.
Επιλάμ-πειν τινί. κατανγάζίΐν τι.

Begrafning, ταφή, ή. τό θάπτειν. Εκφορά,
ή. κηόος, τό (likbegängelse).: gifva ngn b., τά
νομιζόμενα ποιεϊν τινι.: neka ngn b., ταφής
εϊρ-γειν τινά.

Begrafningsplats, τάφος, ο. ταφή, ή.: den
offentliga b.-en, πολνάνάριον, τό (Sedn.).

Begrafva, 1) en död, θάπτειν. καταθάπτειν.
κρύπτειν yrj 1. τάφω. Εκφέρειν, Εκκομίζειν.
κη-άενειν. τά νομιζόμενα ποιεϊν 1. Επιτελεϊν τινι.
2) i allmht a) eg., κατορύττειν, καταχωννύναι.
b) fig., άφανίζειν. κρύπτειν. άποκρύπτειν.: b. ngt
i glömska, άφανίζειν τήν μνήμην τινός.

Begrepp, εϊ&ος, τό. Ιάεα, ή. έννοια, ή. νους,
ό. λόγος, ό. πρόληχρις, κατάληχρις, ή (konstord
hos Sedn.).: ha ett tydligt b. om ngt, γνωρίζειν
τι.: icke ha ngt b. om ngt, άγνοεϊν τι. ουκ
Ev-νοεϊν 1. ου μανθάνειν τι.: icke hafvande b. om
ngt, άνεννόητός τίνος.: icke kunna göra sig b.
om ngt, άπολείπεσθαί τίνος.: få ett b. om ngt,
εννοιάν τίνος λαβείν, b) vara, stå i b. att,
μέλ-λειν m. inf. ερχεσθαι m. part. fut.

Begripa, 1) fatta, förstå, (κατα)λαμβάνειv
(κατά) μανθάνειν. ξυνιέναι. παρακολουθεϊν (τινί).
Εννοεϊν, -εϊσθαι. αϊσθάνεσθαι. Jfr Fatta,
Förstå. 2) b. i sig, se Omfatta.

Begriplig, νοητός, ληπτός, καταληπτός, 3.
εύμαθής, 2. σαφής, 2. απλούς, 3. άήλος, 3.

Begripligtvis, se Naturligtvis.

Begrunda, Ενθυμεϊσθαι. Εννοεϊν. σκοπεϊν.
λο-γίζεσθαι, άιαλογίζεσθαι. θεωρεϊν. άναθρεϊν
(förnyade ggr). φροντίζειν (περί τίνος). Ιν νω λαβείν.

Begrundan, -ning, Ενθύμησις, ή. λογισμός,
ό. φροντις, ίάος, η. θεωρία, ή.

Begråta, κλαίειν. άπο -, κατακλαίειν.
θρη-νεϊν, καταθρηνεϊν. άακρύειν, άπο-, καταάακρύειν.:
begråten, άακρυτός, 3.: mycket begråten,
πολύκλαυστος, πολυάάκρντος, 2.: värd att b., θρήνου
άξιος, 3.

Begränsa, όρίζειν. δρονς τιθέναι 1.
καθιστά-ναι (τινός 1. τινί). περιγράφειν. περατουν. —
begränsad, ώρισμένος, 3. περίγραπτος, 2.

Begränsning, ορισμός, ο.

Begynna, -else, se Börja, -η.

Begynnare, 1) se Upphofsman. 2) se
Nybö rj ar e.

Begynnelsebokstaf, τό πρώτον γράμμα.

Begå, 1) en fest, άγειν. Επιτελεϊν. συντελεϊν.
ποιεϊσθαι. 2) en dålig handling, Εργάζεσθαι.
πράττειν. se f. öfr. under subst. (Brott, Fel,
o. d.). 3) b. det så, att, se Bedrifva. 4) re/.,
b. sig, a) se Berga sig. b) b. sig m. ngn, se
S ämj as.

Begåfva, ngn m. ngt, άωρεϊσθαι, χαρίζεσθαί
τινί τι. κοσμειν, χορηγεϊν τινά τινι.
παρασκευά-ζειν τινί τι.: vara begåfvad m. ngt, εχειν τι.
τε-τνχηκέναι τινός, παρεσκευάσθαι τινί. πεφυκέναι
εχοντά τι (af naturen), εύπορεϊν τίνος (i rikt mått).

Begär, Επιθυμία, ή. ερως, ωτος, ό. πόθος,
ό (trängtande b.).: häftigt b., όρεξις, ορμή,
πτό-ή- ζήλος, ό (b. att uppnå ngt framför
andra medtäflande).: sinnliga b., ήάοναί al.:
väcka b. hos ngn, Επιθυμίαν Εμβάλλειν τινί.:
väckande b., ορεκτικός, 3.

Begära, l)ha begär, Επιθυμεί v, όρέγεσθαι,
Εφίεσθαι, γλίχεσθαί τίνος, ποθειν, Επιποθεϊν τι
(m. trängtan). 2) fordra, bedja, αϊτεϊσθαι (τί
παρά τίνος), άεϊσθαι (τινός τι), άξιούν τι.

Begäran, l)ss. handling, αιτησας, ΰέηύις,
άξίωσις, ή. 2) det begärda, αίτημα, άέημα,
αξίωμα, τό.

Begärförmåga, το Επιθυμητικόν, όρεκτικόν.

Begärlig, 1) om pers., Επιθυμητικός, 3.
Ε-πιθυμών, ούσα. οϋν. Εφιέμενος, 3.: vara b.
efter ngt, Επιθυμεϊν, Εράν τίνος. Επιθυμητικώς,
Ερωτικώς εχειν τινός, πεινήν 1. όιψήν τίνος. 2)
om salter, Επιθυμητικός, ορεκτικός, 3. bättre gm
omskr., ου Επιθυμούσιν ο. d.

Behag, 1) subjectivt a) känsla, ήάονή, ή.
θυ-μός, ό. χάρις, ιτος, ή.: finna b. i ngt, η&εσθαί
τινι. χαίρειν τινί 1. Επί τινι.: till b., πρός χάριν
1. m. χαριζόμένος.: till hkns b.? του χάριν;: dig
till b., σήν χάριν.: göra ngn ngt till b.,
χαρίζεσθαί τινί τι. Ev χάριτι 1. πρός ήάονήν ποιεϊν
τινί τι.: tala ngn till b., χαριζόμενόν τινι λέγειν,
πρός χάριν όμιλεϊν τινι. πρός ή&ονήν λέγειν τινί.
b) vilja, βούλησις, ή. τό άοκούν, άόξαν.: efter ditt
b., οπως cΐοκεϊ σοι 1. ϋπως βούλει.: stå i ngns b.,
είναι Επί τινι.: lemna åt ngns b., Επιτρέπειν
τινί.: efter b., Επ’ άάείας. Επ* Εξουσίας, κατά τό
άοκούν. Εκ τών άοκούντων. 2) objektivt, χάρις,
ιτος, ή. κάλλος, τό. τέρψις, ή. τό τερπνόν, τό
Επίχαρι, εύχαρι.: kroppens b., χάρις, ώρα η του
σώματος.: naturens b., τά Εν φύσει καλά.: ha b.
för ngn, τέρπειν, ψυχαγωγεϊν τινα. Εν ήάονϊ}
είναι τινι.: m. b., Επιχαρίτως.: utan b., σκαιώς.
άπειροκάλως.

Behaga, 1) ingifva känsla af behag, άρέσκειν
τινί (äfv. τινά), προσίεσθαί τινα. τέρπειν τινά.:
ngt behagar mig, ήάομαί τινι. Εν ήάονρ 1.
ή&ο-μένω 1. άσμένω μοί Εστί τι. ή&ονήν παρέχει μ οι
τι. άρέσκομαί τινι. άγαπώ, φιλώ τι. Επαινώ τι.
svagare, άρμόζει μοί τι. εύάρμοστόν Εστί μοί τι.
κατά νουν Εστί μοί τι.: om det behagar dig , εϊ
cΐοκεϊ σοι. ει βουλομένω σοι Εστίν.: b. sig i ngt,
καλλωπίζεσθαί τινι·: låta ngt b. sig, ύπομένειν

1. φέρειν τι. άνέχεσθαί τι 1. m. part. άναάεχεσθαί
τι.: låta allt b. sig, μηΰέν παρίεσθαι. 2) se
Å-stunda, Önska.: ss. höflighetsuttryck vid en
tillsägelse, βούλου m. inf, εϊ βούλει 1. gm opt.
m. av.

Behagfull, Επίχαρις, εύχαρις, ιτος, 2.
Επα-φρο&ίσιος, 3. χαρίεις, εσσα, εν.

Behaglig, se Föreg.; vidare: ήάύς, 3,
γλυκύς, 3. προσφιλής, 2. κεχαρισμένος, 3. άρεστός,
3. άσπαστός, 3. τερπνός, 3. εύτερπής, Επιτερπής,

2.: b. att lefva m., εύκολος, 2.: lefva behagligt,
ευκόλως ζήν.: i b. tid, Ev καιρώ, πρός καιρόν.

Behagsjuk, άρεσκος, άρισκευτικός, 3. bättre
m. omskr., άρέσκειν Επιθυμών ο. d.

Behag sjuka, άρεσκεία, ή.

Behandla, μεταχειρίζεσθαι, -ειν τινά ο. τι
(handtera), χρήσθαί τινι (både om pers. ο. saker).
άιατιθέναι τινά ο. τι (bringa i ett visst skick).
προσφέρεσθαί τινι 1. πρός τινα (bemöta),
πρα-γματεύεσθαί τι (bedrifva ngt, äfv. om
vetenskaplig behandling). Εργάζεσθαί τι (bearbeta ett
äm-ne). Εγχειρεϊν, Επιχειρεϊν τινι, άπτεσθαί τίνος
(lägga hand vid ngt).: sorgfälligt b., θεραπεύειν
(t. ex. νοσούντα).: skriftligen b. ngt, γράφειν,
συγγράφειν περί τίνος.: flyktigt ο. vårdslöst b.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0034.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free