- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
522

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - Å - Åkdon ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

922 Åkdon-

Åkdon. se Körredskap.

Åker, άγρός, ό. άρουρα, tf. :β arbete på å:en,
(Έργα) τά κατά τόν άγρόν. Jfr Åkerfält.

Åkerbruk, -are, se Landtbruk, -are.

Åkerbruksidkande, γεωργών, ούντος, ό.
γεωργός, ό. γήν 1. άγρούς Εργαζόμενος, ό.

Åkerbruksredskap, γεωργικά σκεύη, τά.
κατασκευή tf πρός τήν γεωργίαν.

Åke rböna, κύαμος, ό.

Åkerfält, άγρός, ό. γεωργία, tf. αρόσιμος
γή, tf. χώρα, tf.

Åkerredskap, se Åkerbruksredskap.

Åklaga, -η, -are, se Anklaga, -gelse,
-gare.

Åkning, se Körande.

Åkomma, κακόν τι. όυμφορά τις, tf.: få en
å., κακόν τι λαβείν.

Åkära, -η. se Åtala, -lan.

Al, εγχελυς, υος, tf. pl. -λεις, εων.: af å.,
Εγ-χέλειος, 2.

Ålder, 1) lefuadsmått, lefnadsdel, lifstid,
ηλικία, tf·: barn-, gubbe-, manna-, ynglingaålder,
se d. oo.: af sma, lika å., se Jemnårig.: vara
till hög å. kommen, πόρρω της ηλικίας είναι.
2) aflägsen 1. lång fortvaro, παλαιό της
(gammaldags), άρχαιότης (urgammal), tf. 3) se
Tidehvarf, Epoch.

Ålderdom, γήρας, ως, τό.

Ålderdomlig, se Gammaldags.

Alderdomlighet, άρχαιό της, tf.

Ålderdomsbräcklig, βαρνς {εϊα, ύ) γήρα
1. υπό γήρως.

Ålderdomsbräcklighet, γήρας, ως, τό.:
dö af å., άποθανεϊν ύπό του γήρως
καταναλω-θέντα.

Å1 derdomskrämpor, τό ασθενές 1. σαθρόν
τον γήρως.

Ålderdomssvag, -het, se
Ålderdoms-bräcklig, -het.

Ålder stigen, se Gammal.

Åldras, (κατα)γηράσκειν. παρηβάν.: han har
å:ts, προφερής Εστι (om en, s. ser äldre ut än
han är).

Åldrig, πολυετής, πολυχρόνιος, 2. τξ ηλικία
ηροβεβηκώς, υϊα.

Åldrighet, πολυετία, tf. Jfr Ålderdom.

Åligga, έργον Εστί m. inf. έργον εχει τις,
προσήκει τινί, χρή, άεί m. inf.

Åliggande, τό προσήκον, οντος (ngns, τινί).
τό άεον, οντος. ϊργον, τό.

Ålkista, Εγχελεών, ώνος, ό.

Ålägga, se Pålägga, äfv. κελεύειν.
άναγκά-ζειν. βιάζέσθαι : å. ngn edgång, προκαλεϊσθαί
tiva εις όρκίσμόν, ορκόν δι&όνάι τινί.

Åläggande, $πίταγμα, τό.: edgångs å.,
πρό-χληφ,ς τού όρκου, tf.

Åminnelse, se Minne 2), 3).

Å m y η η i η g, στόμα τό, Εκ-, εισβολή tf ρείθρου.

Ånga, ατμός, ό. άτμίς, ίάος, tf. πνρία, tf
(het), τύγος, ό. κνίσα, tf (af offerstek).: förvandla
tillo å , ατμιάούν.: uppgå i å., Ιχθυμιάσθαι.

A η g a, άτμιάν. άτμίζειν.

Ångbad, πυρία, tf {äfv. ss. ställe),
πυριατή-ριον, τό (bl. ss. ställe).: tagU å., πυριασθαι.

Ångbåt, άτμόπλοιον, τό (Nygr.).

Ånger, μεταμέλεια, ή. μετάνοια, ή. τό
μετά-μελόμενον. äfv. μετάμελος, ό.: inge å., μεταμέ-

- Åretid;

λειαν παρέχειν. ποιεϊν μεταμέλεσθαι,: uppfylla m.
å., Εμπιμπλάναι τινά μετ αμελείας.: visa å.,
φανερόν γίγνεσθαι μεταμελόμενον.

Ångerfri, άμεταμέλητος, αμετανόητος, 2.

Ångerfull, μεταμελόμένος, 3.
μεταμελητκι-κός, 3 (benägen till ånger).

Ångest, άγωνία, άάημονία, tf.: vara i å.
f. ngt, όεΰιέναι περί, υπέρ τίνος 1. περί τινι.
ά-γωνιάν περί τίνος 1. Επί τινι. άάημονειν Επί τινι.

Ångestfull, αγωνιών, ώσα. άάημονών, ούσα.

Ångestrop, οΧμωγή, tf.

Ångessvett, ιεΓρώ? μετ* άγωνίας, ό.

Ångra, μεταμέλεσθαι, μετανοεϊν, ngt, τινί,
Επί τινι, περί τίνος, äfv. m. part, t. ex. han å:de
sin olydnad, μετεμέλετo άπειθήσας. äfv.
μετεμέ-λησεν αύτφ άπειθήσαντι.

År, ετος, τό (ss. tidslängd). Ενιαυτός, ό (ss.
tidsomlopp, i sig afslutadt).: hrje å., se
Årligen.: f. ett å., på å., räckande ett å., εις, Επ*
Ενιαυτόν. άι* Ενιαυτού. Ενιαυτόν. Ενιαύσιος, 3 ο.

2. Επέτειος, 2.: hrt annat å., παρ’ Ενιαυτόν. (äfv.
= under året, eg. året utefter).: hrt femte å.,
άιά πέμπτου Ενιαυτού.: f. fem å. sedan kommo vi
(det är fem å. sedan vi etc.) till Panakton,
Εξήλ-θομεν ετ ος τουτϊ πέμπτον είς Πάνακτον.: godt å.,
εύετηρία, tf.: åt å:et, nästa å., είς έτους ώραν.
εϊς νέωτα.: det å. s. var i fjol, sista året,
πέρυσι. Ev τρ πέρυσιν ώρα.: f. två år sedan,
προπέ-ρυσιν. προπερυσινός, 3.: il. fr. sma å.,
αύτόε-τες. αύτοετής, 2.: under å:ts lopp, προϊόντος τού
έτους.: vara borta ett å., άπενιαυτίζειν.: vara i sina
bästa å., άκμάζειν (τήν ήλικίαν). Ev ηλικία είναι.:
varande i sina bästa å., ακμάζων, ουσα. άκμαϊος,

3.: vara i ngt å., άγειν έτος τι.: fem, femtio å.
gammal, s. varat i fem, femtio å., πενταετής,
πεντηκονταετής, 2, o. s.v. gm smnsättning af ett
numerale m. -ετής. i likhet dermed t. ex. en
tidrymd af fem, femtio å., πενταετία 1. πεντετηρίς,
kΡος, tf. πεντηκονταετία 1. πεντηκονταετηρίς, ίάος,
tf ο. s. ν.

Åra, κώπη, tf (eg. århandtag). ταρσός 1.
ταρ-ρός, tf (eg. årblad). Ερετμόν, τό (poet.).

År bl ad, se Föreg. äfv. πλάτη, tf.

Årder, se Plog.

Årgång, gm o, tf, τό di* Ενιαντού 1. Επέτειος,
2, 1. Ενιαύσιος, 3 o. 2, m. subst. t. ex. en å.
tidningar, Εφημερίδες ai di’ Ενιαυτού 1. al Επέτειοι
1. al Ενιαύσιαι.

Århandtag, se Åra.

Århundrade, se Sekel.

Årlig, o, tf, τό κατ* Ενιαυτόν I. κατ* ετος.
Ενιαύσιος, 2 ο. 3. Επέτειος, 2. ετειος, 3. Ετήσιος,
2 ο. 3.

Årligen, κατ* Ενιαυτόν. καθ* εκαστον ετος.
di* έτους.

Årsbarn, se Jemnårig.

Årsberättelse, Ενιαύσιος εύθυνα, tf 1. d.

Årsböcker, χρονικά, ών, τά. χρονογραφία, tf.

Årsfest, Ενιαύσιος εορτή, tf.

Årsgammal, Ενιαύσιος, 3 ο. 2.

Årsinkomst, πρόσοδος tf χατ* Ενιαυτόν.

År slön, Ενιαύσιος μισθός, ό.

Årsräkning, Ενιαύσιος απολογισμός, ό.

Årsskifte, ετος ‡τει ’διάάοχον, τό. Jfr Nyår.

Årstid, ώρα (έτους I. Ενιαυτού), tf.: s. å:en
frambringar 1. medför, ώραΐο?, 3.: god, v&efcer
å., ώρα, tf. έτους ώρα, tf.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0526.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free