- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
507

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Vildbasare ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Vildbasare — Villkor.

507

bildning), άκόλαστος, 2, υβριστής, o (tygellös,
öfversittare).: ett v. djur, (άγριον) θηρίον, τό.:
de v. djuren, τά άγρια.: växa v., αύτόματον
φύε-σθαι. αύτοματίζειν.: s. växer v., αυτοφυής, 2.^
v. blick, άγριον βλέμμα, τό. τό άγριωπόν του
προοώπου.: en ν. häst, ϊππος ύβριύτής, ό.: göra
ν., (έξ)αγριονν. έξαγριαίνειν (sällan άγριαίνειν.):
blifva ν., (έξ)αγριούσθαι. άγριαίνειν (sällan
έξαγριαίνειν). θηριοϋσθαι. — vildt, subst., 1) se
Vildbråd. 2) dess kött, θήρεια, αγρία χρέα,
τά. άγρα, ή.

Vildbasare, υβριστής, άκόλαστος παις, ό.

Vildbråd, (άγρια) θηρία, τά. άγρευμα, τό
(ett fångadt).

Vilddjur, θηρίον, τό (äfv. fig.).

Vilde, άγριος άνθρωπος, ό.

Vildhet, άγριότης, ή. έρημία, ή. τό
θηριώ-άες. μανία, ή. ωμό της, τραχύ τη ς, ή. ο. a-djj.

Vildmark, άγριον 1. έρημον χωρίον, τό.
έρημία, ή.

Vildsint, se Vild.

Vildsvin, άγριος ύς, ό. χάπρος, ό.

Vildåsna, όνος άγριος, ό.

Vilja, βούλεύθαι (starkare: ν. m. önskan).
έθέλειν (svagare: ej vara motvillig, derf. äfv. m.
ssiksubj.). αϊρεϊσθαι (välja, besluta sig f.). άοκεϊ
μοι (finna f. godt), άξιούν (anse billigt, fordra).
προθυμεϊσθαι (vara beredvillig). έπιθυμΒΪν
(åstunda). άεϊσθαι (begära, önska), μέλλειν (ämna,
stå i begr.).: om du vill, si βούλει. ει σοι
βου-λομένω έστιν.: du må ν. 1. ej, χάν θέλρς χάν μή
θέλρς. έχων άχων.: om Gud vill, σύν θεώ. άν
θεός έθέλρ. θεού θέλοντος 1. βουλομένου.: icke
ν., äfv. άβουλεϊν. άρνεϊσθαι, ού φάναι (neka).:
hellre ν., μάλλον βούλεαθαι 1. αϊρεϊσθαι (stundom
utan μάλλον), προαιρεϊσθαι, προχρίνειν,
προτι-τιμάν τί τίνος : ν. hafva ngt, έπιθυμεϊν, άεϊσθαί
τίνος, αϊτεϊσθαι, άξιούν τι. ζητεϊν τι.: hd vill
dta säga? τί τούτο θέλει; hd vill du säga
härmed? τί 1. πώς τούτο λέγεις; det vill mycket säga,
όεινόν άή τούτο (λέγεις).: det vill ingenting säga,
(πράγμα) ούάέν τούτο (mot ngt, πρός τι).: lagen
vill, κελεύει 1. λέγει ό νόμος.: man vill ha sett
hm der, λέγουσιν αύτόν έντάύθα Ιΰεϊν. — Då ν.
står tonlöst återgifves det ofta m. opt. o. av. t.
ex. ingen skulle v. tro, ούάείς av πιστεύσειεν.
Vid uppmuntringar 1. tvekande frågor, gm conj.
t. ex. vi v. försöka, άλλά πειρώμεθα.: hd vill
det bli af mig? τί γένωμαι; τί γένηταί περί έμέ;
Ss. endast betecknande det framtida utförandet af
en beslutad handling, gm bl. fut. t. ex. så vill
jag göra, ούτως 1. <&f ουν ποιήσω. — I förening
m. ett relät, till förallmänligande af dtas bet.
(= s. helst) återgifves v. gm ουν, άήποτε,
άη-ποτούν, s. fogas till de obestämda relät. t. ex.
de må göra hd de v., så säger han intet
deremot, ότιούν ποιονσιν 1. ότι άν ποιώσιν 1. χάν
ότιούν ποιώσιν, ούάέν άντιλέγει.: han må vara
hur stark han vill, så viker jag ej, χάν ώς
έρ-ρωμενέστατος Jj 1. ώς μάλιστα Ισχύ$ ούχ ύπείξω.

Vilja, βούλησις, ή ο. τό βουλόμενον (äfv. ss.
förmåga), βούλημα, τό. γνώμη, ή, προαίρεσις, ή
(beslut, föresats), προθυμία, ή (böjelse, lust),
ofta gm νυ.: v:ns frihet, τό τής γνώμης
έλεύθε-ρον.: af fri ν., se Frivillig.: efter ngns v.,
κατά γνώμην τινός, ώσπερ βούλεταί τις.
χελεύσαν-τός τρνος.: m. ngns ν., έθέλοντος, έχοντος, συν

αινούντός τίνος.: mot ngns ν., παρά γνώμην
τίνος. βία τινός. ο. gm άχων, ουσα, ον.: m. ν., se
Afsigtligt.: ej m. ν., άχων, 3 άχούσιος, 2.
άχοντί. άχουσίως.: göra ngn till v:es, χαρίζεσθαι,
ύπακούειν, πείθεσθαί τινι.: ha d. bästa ν.,
προ-θυμότατον εϊναι.: det är min ν. ο. önskan,
βου-λομένω μοί έστιν.: så är min ν., ταυ τ’ ουν
κελεύω. ούτως έγωγε γίγνωσχω 1. έγνωχα. ούτω
άέ-άοκταί μοι.: det beror på min v., έπ* έμοί έστιν.
έξουσία όέάοταί μοι : öfverlemna ngt åt ngns fria
v., έπιτρέπειν τί τινι.: uppfylla ngns v., ποιεϊν
ά τις βούλεται. άποπληρούν τινι τάς βουλήσεις,
πείθεσθαί τινι.: vidblifva sin ν., έμμενειν οίς άν
όόξ$ 1. τοις άεάογμένοις.: sista ν., se Τ e s t a m e η t e.

Vill, se Vilsen, Vilse, Vild.

Villa, se Förvilla.: v. sig, πλανάσθαι.
τα-ράττεσθαι. άμαρτάνειν.

Villa, se Villfarelse, Förvirring.

Villervalla, ταραχή, ή. τύρβη, ή. ακρισία,
άκοσμία, αταξία, ή. φυρμός, ό.

Vill far a, χαρίζεσθαι. ύπακούειν. συγχωρεϊν.
άι&όναι.

Villfarelse, πλάνη, ή. αμαρτία, ή ο.
αμάρτημα, τό (förfelande af d. rätta), σφάλμα, τό,
άιάπτωμα, τό (felsteg, förseelse), άγνοια, ή. ο.
άγνόημα, τό (okunnighet).: sväfva i ν., %ή
dia-νοία πλανάσθαι. άμαρτάνειν, έξαμαρτάνειν,
σφάλ-λεσθαι, ιρεύόεσθαι, om ngt, τινός, αγνό εϊν τι (ej
känna).: vara i stor v. beträffande ngt, πολύ
άιεψεύσθαί τίνος.

Villfarig, εύπειθής, 2. ύπήκοος, 2.
πρόθυμος, 2. ύπηρετητικός, 3. θεραπευτικός, 3.: visa
sig ν., πειθόμενον παρέχειν εαυτόν, χαρίζεσθαι.
mot förmän, πειθαρχεϊν.

Villfarighet, εύπείθεια, ή. προθυμία, ή.
πειθαρχία, ή (mot öfverhet).

Villig, έθέλων, ουσα, ον. έθελοντής, ού, ό.
εκών, ούσα, όν. πρόθυμος, 2. έτοιμος, 3.
άπρο-φάσιστος, 2. άσμένος, 3. Adv. έθελον τί.
έθελον-τήν. έθελοντηάόν. εκοντί. προθύμως.
άπροφασί-στως. ασμένως, jfr Gerna.: ν. till arbete,
έθε-λόπονος, έθελουργός, 2.: varav, till arbete,
έθε-λουργεϊν.: vara ν., προθυμεϊσθαι. μηάέν
προφα-σίζεσθαι. προθύμως έχειν. till ngt, προθυμεϊσθαι
τι. ήάέως άέχεσθαί τι

Villighet, προθυμία, ή. το πρόθυμον.: till
arbete, έθελοπονία, έθελουργία, ή.: m. ν., se
Föreg.

Villkor, ύπόθεσις, ή, τό ύποκεψενον (ss.
förutsättning), όρος, ό (bestämmelse), αξίωμα, τό
(fordran).: vid aftal, τό συγκείμενον,
ώμολογη-μένον (1. όμολογούμενον), εϊρημένον, ρητόν.
λόγος, ό. jfr Aftal.: uppställa ett ν., ύποτιθέναι
ύπόθεσιν.: dta utgör ett ν. för min inställelse,
άν μή γένηταί ταύτα 1. τούτου μή γενομένου, ού
παρέσομαι.: ingå på alla ν., συγκαταβαίνειν εις
πάν.: det är gjordt till v., σύγκειται, εϊρηται.:
de öfriga ν:η ingingo de på, τα «λλα
συνωμολό-γησαν.: hålla ν:η, έμ μέν ti ν ταϊς συνθήκαις 1.
τοις ομόλογουμένοις.: icke hålla ν:η (i ett
fördrag), παρασπονάεϊν. λύειν τάς συνθήκας:
öfverlemna sig utan alla ν., παραάούναι έαυτόν
χρήσθαί ό τι τις βούλεται.: på, under ν., bl. gm έπί
m. dat. t. ex. han frågade på hka v. han ville
sluta förbund, ήρετο έπί τίσιν άν σύμμαχος
γένοιτο. : på dsa ν., έπί τούτοις.: på billiga ν., έπ*
Ϊ0οις κα,ί όμοίοις.: på bestämda ν., έπί ξητοϊς.;

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0511.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free