- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
395

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Skogsåverkan ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Skogs åverkan — Skott.

395

Skogsåverkan, βλάβη ή τής ύλης. ξύλων
κλο-πεία, ή (skogstjufnad).: förüfva s., τήν ύλην
βλάπτειν. ξύλα κλέπτειν.

Skogsåverkare, 6 τήν υλην βλάψας, αντος.
ξύλων κλέπτης, οι/, ό.

Skogvaktare, ύλωρός, ό.

Skoj, κώμος, ό (upptåg m. väsen), φενακισμός,
ό (bedrägeri).

Skoja, κωμάζειν (svärma omkring under
väsen o. upptåg), φενακίζειν (lura).: s. omkring,
(άστατον) περιπλανάσθαι.

Skojare, φενακιστής, ox5, o (bedragare).

Skola, a) hjelpv., se Gram. b) se Böra. c)
lära, sägas, λέγεται, λέγουσιν. se Lära 3).

Skola, 1) eg., läroanstalt, (γραμματο
)διδα-σκαλεϊον, τό. παιδευτήριον, τό. γραμματεϊον, τό
(Lex ). σχολή, ή (Sedn.).: gå i s., φοιτάν εις τό
διδασκαλεϊον 1. εις διδασκάλου.: skicka i s ,
πέμ-πειν εις διδασκάλου 1. διδασκάλων.: lemna s:n,
άπαλλάττεσθαι έχ διδασκάλου 1. διδασκάλων. 2) fig.,
dygdens s., γυμνάσιον τής αρετής, τό.: lidandets
s., άσκησις ή έν τοις κακοϊς : vår stat är en s. f.
Grekland, η πόλις ή ήμετέρα παίδευσίς έστι τής
’Ελλάδος.: genomgå en s. af ngt, άοκεϊοθαι,
δια-πονείσθαι έν τινι.: taga ngn i s., παιδαγωγείν
τινα. 3) följden 1. helheten af en mästares
lär-junga- 1. anhängare-antal, ol άπό τίνος.: Platos
s., ol άπό τον Πλάτωνος.

Skolaga, κόλασις, νουθεσία, παραίνεσις ή (έν
διδασκαλεία) γιγνομένη).

Skolexamen, έλεγχος ό τών μαθητών. : hålla
s., έπιδείξεις λαμβάνειν τών μαθητών.

Skolflicka, ή φοιτώσα εις διδασκάλου.

Skolgosse, φοιτητής, ον, ό. ό φοιτών, ώντος,
(εις διδασκάλου).

Skolgång, φοίτησις ή 1. τό φοιτάν είς
διδασκάλου.

Skolhus, οικία έν y έστι διδασκαλεϊον.

Skolkamrat, συμμαθητής, συμφοιτητής, ον,
δ.: vara ngns s., συμφοιτάν τινι

Skolkurs, κύκλος μαθημάτων, ό. παιδεία, ή.

Skolla, subst., πέταλον 1. έλασμα, τό. λεπίς,
ίδος, ή.

Skolla, verb., καταχείν τίνος ύδωρ ζεστόν.

Skollag, νόμοι ol κείμενοι τοίς μαθηταίς.

Skollof, se Lof 2) b\ (om έλινύες, al, se Lex.).

Skollärare, -man, γραμματιστής, ού, δ.
(γραμματοδιδάσκαλος, ό. τα γράμματα
διδάσκων. ό τήν τών γραμμάτων ποιούμενος
διδα-σκαλίαν.

Skolmessig, σχολικός, 3.

Skolmästare, se Skollärare.

Skolordning, τά καθεστώτα περί τά τής
παιδείας 1. περί τήν παίδενσιν τήν έν πόλει 1. τήν
δημοσίαν 1. d.

Skolrum, παιδαγωγείον, τό. άκροατήριον, τό.

Skoltid, ώρα καθ’ ήν τις φοιτά εις τό
διδασκαλεϊον.

Skoltukt, παιδεία ή έν τώ διδασκαλείο).

Skolundervisning, γράμματα, τά. παιδεία
ή παρά τώ διδασκάλω.

Skolvetenskaper, -ämnen, ϊγκνκλια
(μαθήματα), τά.

Skolvän, σνντεθ ραμμένος, σνμπεπαιδευ
μένος, ό. όμήλιξ, ικος, ό ήλικιώτης, ου, ό. ό
εύ-νοϊκώς έχων πρός τά περί τήν παιδείαν (vän af
skolan).

Skolväsen, τά περί τήν διδασκαλίαν 1. τά
μαθήματα 1. τήν παίδενσιν τήν δημοσίαν 1. d.

Skomakare, σκυτεύς, έως, ό. σκυτοτόμος, ό.
σκυτικός, ό.

Skomakarearbete, τά σκυτικά. υποδήματα,
τά.

Skomakareknif, τομεύς, έως, δ.

Skomakareverkstad, σκυτεϊον,
σκυτοτο-μείον, τό.

Skomakeri, σχυτοτομία, ή. σκυτική, σκυτο
-τομική, ή.: idka s., σκυτοτομεϊν. σκυτεύειν.:
hörande till s., σκυτοτομικός, 3.

Skona, άπέχεσθαί τίνος, φειδώ τίνος έχειν 1.
ποιεϊσθαι (förskona), φείδεσθαί τίνος (spara).: s.
sitt lif, φιλοιρυχεϊν.: som s:ar sitt lif, φ+λό-ψυχος,
2.: icke s., άφειδεϊν τίνος. : icke s:nde,
άφει-δής, 2.

Skoning, τό σιδηρούν, τό κρασπεδούν.
κρά-σπεδον, τό (fåll).

Skonsam, μέτριος, 3. έπιεικής, 2 (foglig).
πράος ο. πραΰς, ε ία, υ (mild).

Sk ön sam het, φειδώ, ους, ή (äfv. sparande).
έπιείκεια, ή (foglighet) μετριότης, ή (hofsamhet),
mot ngn, περί 1. πρός τινα. αιδώς, oDff, ή (τινός,
mot ngn, försynthet).: behandla ngn m. s.,
μετρίως 1. πράως χρήσθαί 1. προσφέρεσθαί τινι.
πραότητι χρήσθαί περί τινα : ngn låter mig s.
vederfaras, αίδονς τυγχάνω παρά τίνος.

Skonslös, άφειδής, 2 (τινός, mot ngn), äfv.
χαλεπός, 3. άνοικτος, 2. άνελεήμων, 2.

Skonslöshet, τό άφειδές. χαλεπό της, ή.

Skopa, άρι’naiva, ή. άρυτήρ, ήρος, ό.

Skoputsare, ό περικωνών τά έμβάδια.

Skorem, ζνγόν, τό. ζυγός, ο. ήνία, ή.

Skorf, άχώρ, ώρος 1. άχωρ, ωρος, ό,
πίτυ-ρον, τό (på hufvudet), på sår i allmht, έσχάρα,
ή.: få s., πιτυρούσθαι.

Skorf vi g, πιτυρώδης, 2.

Skorpa, 1) hårdnad yta, έπίπαγος, o (på
mjölk, bröd o. s. v.), λέμμα, τό. 2) på sår, έσχάρα,
ή.: öfverdraga m. en s., έσχαρούν.: fallen att
bilda s., έσχαρωτικός, 3. 3) bröd, διπυρίτης,
ου, ό. δίπυρος (άρτος), ό.

S k ο r ρ i ο η, σκορπίος, ό.: biten af en s.,
σκορ-πιόδηκτος, σκορπιόπληκτος, 2.

Skorpionbett, σκορπιού δήγμα, τό.

Skorpionlik, σκορπιώδης, 2.

Skorpionsten, σκορπϊτις, ιδος, ή.

Skorpna, έσχαρούσθαι.

Skorra, 1) tala m. skorrning, τραυλίζειν. 2)
låta sträft, ροιζεϊν. τρύζειν. γογγύζειν. —
skor-rande, i talet, τραυλός, 3.

Skorrning, ροϊζος, ό. ροίζημα, τό.

Skorrsten, καπνοδόχη, ή. κάπνη, ή. οπή, ή.

Skorstensfejare, ό έκκαθαίρων (οντος) τάς
καπνοδόχας.

Skospänne, περόνη ή τής έμβάδος.

Skos åla, πέλμα, τό. πτέρνα, ή (Lex ).

Skott, 1) afiossning af ett skjutvapen,
τόξευ-μα, τό. βολή, ή.: lossa ett s., βάλλειν.: höra
ett s., άκούειν ψόφου άπό τοξεύματος. : få ett
s., βάλλεσθαι. τραύμα λαβείν άπό τοξεύματος.
τοξεύεσθαι. 2) på träd ο. växter, κλάδος, ό.
κλα-δίσκος, ό. βλάστημα, τό. άποφυάς, παραφυάς,
άδος, ή παράφυσις, εως, ή. κλήμα, τό. μόσχος,
ό. ράδαμνος, ό (Sedn). βλαστός, ό. βλάστη, ή.:
slå s., βλαστόφνείν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0399.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free