- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
393

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Skildra ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Skildra-

Skildra, διηγεϊσθαι, δι(εξ)ελθεΐν, ίμφανίζειν,
έπιδεικνύναι, άποφαίνειν (mundtligen 1.
skriftligen). διελθεϊν λέγοντα, (κατα)λέγειν, φράζειν
(mundtl.). [δια)γράφειν (skriftl.). άπεικάζειν 1.
(Sedn.) χαρακτηρίζειν (charakteristiskt).

Skildring, διήγησις,ή. λόγος, ό (ofta i ρΖ.).:
ge en s. af ngt, διήγησιν ποιεϊσθαι τίνος.

Skilja, 1) bringa ifrån, söndra, [διαχωρίζειν
(i rummet), διαιρεϊν (dela). (Λα-, άνα)λύειν.
δια-ζευγνύναι (hd s. hört ihop), δίχα ποιεϊν (två
föremål). άπο-, διασπάν (våldsamt) διιστάναι (ställa
isär). (δια)σχίζειν (klyfva). άπαλλάττειν (frigöra
fr.). (δι)ορίζειν (gm gränser).: s. kämpande,
Λα-λύειν μαχομένους.: s fr. ngt χωρίζειν o. s. v.
τινός o. άπό τίνος : vara skild fr. ngt, κεχωρίσθαι
τινός 1. άπό τίνος. χωρίς γίγνεσθαι τίνος,
Λα-στήναι άπό τίνος.: s. sig fr. ngt, άπαλλάττεσθαί
τίνος, δίχα γίγνεσθαι τίνος, χωρίζεσθαί τίνος ο,
άπό τίνος, άπαρτάσθαί τίνος.: s. sig fr. hrandra,
άπαλλάττεσθαι άλλήλων. άπιέναι άπ1 αλλήλων.:
s:as, διαλύεσθαι (om en församling, om
stridande).: lefva s:d fr. man, άπ’ άνδρός είναι. 2)
afskilja, {άπο-, δια)κρίνειν· (δι)ορίζειν. διαλύειν.
διαζευγνύναι (t. ex. äkta makar), (δια)χωρίζειν.:
s. sig, άπο-, διαλύεσθαι τίνος 1. άπό τίνος.: s.
sig fr. sin hustru, τήν γυναϊκα άποπέμπεσθαι,
έχπέμπειν, έχβάλλειν (repudiare).: s. sig fr. sin
man, άπολείπειν τόν άνδρα. διαστήναι του
άνδρός. : s:s, άπιέναι.: s:s hädan, άπαλλάττ ειν του
ζήν. άπολείπειν το ζήν. άπιέναι έχ τού βίου. 3)
göra skilnad emel., känna skilnad på, διαιρεϊν,
-εϊσθαί τι. διορίζειν τι (άπό τίνος, fr. ngt)
διά-γνώσιν ποιεϊσθαι.: noga s., διευκρινεϊν.: m.
tecken s., σημείοις διαλαμβάνειν.: s. sig fr. ngn gm
1. i ngt, διαφέρειν τινός τινι 1. εις τι I. έν τινι.
διίστασθαί τινός τινι. διαλλάττειν τινός τινι 1.
τί.: lätt att s., εύδιάκριτος, 2.: svår att s.,
α-διάγνωοτος, 2. άδιάκριτος, 2.

Skiljaktig, διάφορος, 2 (m. gen.), ετερος,
άλλος, 3 (m. gen. 1. παρά τι 1. ή τι), άλλοϊος, 3
(m. gen. 1. ή τι) ούχ ό αυτός, ή αυτή, τό αυτό
1. άνόμοιος, 2 (m. dat.), χεχωρισμένος,
διρρημέ-νος, 3 (τινός).: vara s., διαφέρειν. διαλλάττειν.
έξηλλαγμένον εϊναι. κεχωρίσθαι.: göra s.,
άλ-λοιούν. (δι)αλλάττειν.: vara af s. mening,
έτεροιΐοξεϊν.: af s. mening, ετερόδοξος, 2.

Skiljaktighet, άλλοιότης, άνομοιότης, ή.
διαφορά, ή.: s. i språk, αλλογλωσσία, ή.: s. i
meningar, ετεροδοξία, ή.

Skilj b ar, διαιρετός, χωριστός, τμητός, 3.

Skiljebref, άποστασίου βιβλίον, τό 1.
άποστά-ϋιον, τό (Ν. Τ.).

Skiljedom, δίαιτα, ή. διαιτήσιμος χρίσις, ή.

Skiljedomare, -man, διαιτητής, ού, ό.
δι-αλλαχτής, ού, -χτήρ, ήρος, ό. χαταρτιστήρ, ήρος,
δ (medlare vid tvistigheter), βραβεύς, έως ο.
βρα-βευτής, ού, ό (eg. vid täflingsstrider).: vara s.
emel. ngra, διαιτάν τισι 1. τινάς.: vara s. i en
sak, διαχρίνειν τι. βραβεύειν, χαταρτίζειν τι.
κρίσιν ποεϊσθαι περί τίνος.: ss. s. bilägga ngt,
διαιτάν τι. fälla ngn, χαταδιαιτάν τίνος.: fällas af
s:n, όφλεϊν τήν δίαιταν.: hörande under s:n,
δι-αιτήσιμος, 2.: hörande till s., διαιτητικός, 2.: s:s
befattning, δίαιτα, ή. βραβεία, ή.

Skiljemur, 1) eg., τοϊχος ό έν μέσω 1. Λα
μέσου, διάφραγμα, διατείχισμα, τό. 2) oeg.,
διάφραγμα, διατείχισμα, τό.

-Skinnpels. 393

Skiljemynt, κέρματα, χερμάτια, τά.
νομι-σμάτια, τά.

Skiljeväg, σχιστή οδός, ή.

Skiljevägg, se Skiljemur.

Skiljsmessa, 1) ss. handling, άπαλλαγή, η.
άποχώρησις, ή. i giftermål, άπόπεμψις, ή,
έχ-πομπή, ή, τής γυναικός έκβολή, ή (mannens fr.
hustrun), άπόλειψις, η (hustruns fr. mannen).
διάλυσις ή τού γάμου, άπαλλαγή, ή. ofta gm
νν. t. ex. vännerna kysstes vid s:n,
άπαλλαττόμενον 1. άπιόντες έφίλησαν άλλήλους oi φίλοι.
2) ss. tillstånd, απουσία 1. άπαλλαγή ή άπ’
άλλήλων. διάλυσις, ή. 1. d.

Skilnad, 1) hd s. skiljer åt, διάφραγμα,
διατείχισμα, τό. διάλειμμα, τό. διάστημα, τό.
όρος, ό, όριον, τό (gränsskilnad). 2) åtskilnad,
olikhet, διαφορά, ή. διάφορον, τό. διάστασις, ή.
άνομοιότης, ή. παραλλαγή, ή.: göra s.,
διαφέ-ρειν.: det gör ingen liten s., om det är så 1.
så, ού τι σμικρόν παραλλάττει ούτο>ς έχον ή
άλλως.: göra s. emel. det ο. det, ήγεΐσθαι
δια-φέρειν τί τίνος.

Skimmel, ψαρός ίππος, ό.

Skimmer, μαρμαρυγή, ή. αύγασμός, ό.
στίλ-ψις, η (Sedn.). άμαυρά φ>λόξ, ογος, ή (matt ljus).:
s. af hopp, έλπίς τις άμυδρά, ή.

Skimra, μαρμαρύσσειν, μαρμαίρειν (Sedn. ο.
poet.), αύγάζειν, λάμπειν, άστράπτειν, στίλβειν
(τινί, af ngt). — skimrande, λαμπρός, 3.
στιλπνός, 3. στιλβός, 3.: göra s., στιλβούν.

Skina, λάμπειν. φαίνειν (om himmelskroppar).
φωτίζειν, φέγγειν (Sedn.).: s. på, έπιλάμπειν.:
solen s:r ngn i ansigtet, ήλιος άντιλάμπει τινί.:
s. fram, έκλάμπειν.

Skingra, 1) sprida åt olika håll,
διασπεί-ρειν. (δια)σκεδαννύναι. διαφορεϊν. διασκορπίζειν.:
s. fienden, φυγήν ποιεϊν τοις πολεμίοις. τροπήν
ποιεϊν τών πολεμίων, εϊς φυγήν τρέπειν τούς
πολεμίους. τρέπεσθαι τούς πολεμίους.: s. sig, pass.
af Föreg. 2) häfva, άπελαύνειν (t. ex. τόν
φό-ßov, fruktan), έκπλήττειν (τό λυπηρόν, sorg),
δια-λύειν.

Skingrande, -ring, διασπορά, ή.
σκέδα-6ις, ή. διαφόρησις, ή. διασκορπισμός, ό.

Skinka, πέρνα, ή. κωλή, ή. σκελίς ο. σχελίς,
ίδος, ή (lårstycke), πέτασων, ώνος, ό
(frambog-stycke).

Skinn, έπιδερμίς, ίδος, η (ss. omhölje på
mska ο. djur), χρώς, ωτός, ό, χρόα, ή
(msko-kroppens). ύμήν, ένος, δ (hinna, s. omsluter ngn
enskild kroppsdel), δέρμα, τό, δορά, ή (djurs,
ish. afdraget). βύρσα, ή (afflådt). διφθέρα, ή,
σκύτος, τό (beredt), äfv. λοπός, ό. νάκος, τό,
κώ-διον, τό (m. ull på), σύφαρ, τό, λεβηρίς, ίδις,
ή (s. ormar ο. insekter fälla), πάγος,
έπίπα-γος, τό, γραύς, αός, ή (på mjölk; äfv. σύφαρ,
τό). λάμπη, ή (hinna, mögel på vätskor),
κέλυφος, λέπυρον, τό (på frukter), χιτών, ώνος, δ
(på lök).: af s., δερμάτινος, 3. βύρσινος, 3.
Λ-φθέρινος, 3.: lik s., δερματώδης, 2.: öfverdraga
m. s., διφθερούν. (κατα)βυρσούν.: öfverdragen m.
s., βυρσότονος, 2. βυρσοτενής, 2.: afdraga s.,
(άπο)δέρειν.

Skinn a, se Preja. äfv. μικρομε τρεϊν.

Skinnfäll, κώδιον, τό. νάκος, τό.

Skinnpels, μηλωτή, ή. άρνακίς, ίδος, ή
κώδιον, τό. σισύρα, ή.

50

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0397.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free