- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
245

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lifaktig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Lif ak tig — Ligga.

245

lefnadslopp, sätt att lefva, se Lefnad. 4)
lifaktighet, liflighet, se d. oo.

Lif akt ig, βιώσιμος, 2. άκμής(ήτ ος) πρός τό
ζήν. άοκνος, 2. ακμαίος, 3. Εγρηγορικός, 3.

Lifaktighet, τό βιώσιμον. Εγρήγορσις, ή. τό
ζωτικόν.

Life gen, cΐούλειος, 2. cΐοϋλος, ό.
άνδράπο-δον, τό.

Lifegenskap, δουλεία, ή.

Lifgarde, δορυφόροι, οί.

Lifgifvande, 1) adj., ζωτικός, 3. γόνιμος,
2 ο. 3 (τινός), ζωοποιητικός, 3. Εγερτικός, 3. 2)
subst., τό ζωοποιητικόν. ζωοποιία, ή.

Lifgördel, ζώνη, ή. ζωστήρ, ήρος, ό
(krigares).

Liflig, 1) om mskr ο. handlgr, δεινός, 3.
σφοδρός, 3. οξύς, 3 σπουδαίος, 3 (ifrig), πρόθυμος,

2 (nitisk). θνμοειδής, 2 (t. ex. ϊππος). ισχυρός,

3 (t. ex. μάχη, γέλως, ο. s. ν.), γλαυκός, 3 (m. 1.
blick).: 1. strid, πολλή ερις, ή.: 1. böjelse,
προθυμία, ή.: ha 1. böjelse f. ngt, όρμητικώς εχειν
πρός τι.: l:t minne, ισχυρά μνήμη, ή.: 1.
framställning, σημαντική εμφασις, ή. 2) om intryck,
σαφής, 2. Εμπαθής, 2 (t. ex. φιλία). Εναργής, 2
(t. ex. όνειρος. ιδέα, föreställning, αΐσθησις,
känsla). : göra l:t intryck på ngn, Εμπαθώς
διατι-θέναι τινά. εις πάθη πολλά καθιστάναι τινά :
l:t föreställa sig ngt, όλον γίγνεσθαι Εν διάνοια
τινί.: l:t känna, uppfatta, οξέως 1. σφόδρα
αϊ-σθάνεσθαι, Εννοεϊσθαι.: känna 1. smärta, δεινώς
διακεϊσθαι υπό λύπης.: 1. känsla, πάθος, τό. 3)
om orter, πολυάνθρωπος, 2. συχνός, 3 (t. ex.
πολίχνιον, Επιμιξία ο. d.).: de ha l:t umgänge m.
hvarandra, συχντ\ τρ πρός άλλήλους Επιμιξία
χρών-ται.: 1. handel, πολύς χρηματισμός, ό.

Liflighet, όξύτης, ή. σφοδρότης, ή. σπουδή,
ή. σπουδαιότης, ή. προθυμία, ή (ifver,
benägenhet). Ενάργεια, ή (påtaglighet).: 1. i känsla,
πάθος, τό. Εμπάθεια, ή.

Lif 1 ös, άψυχος, 2. άζωος, 2. ψυχής
Εστερη-μένος, 3, 1. νεκρός, ό (död, lik).: fig., ψυχρός,
3 (kall).

Liflöshet, τό άψυχον. ψυχής Ερημιά, ή.
ά-ζωία, ή (Sedn.).: fig., τό ψυχρόν.

Lifmedicus, αρχίατρος, ό.

Lifmoder, μήτρα, ή. υστέρα, ή. δελφύς, ύος, ή.

Lifnära, (δια)τρέφειν. τροφήν 1. σϊτον
παρέχειν τινί. βόσκειν (isli. djur), αύξάνειν (växter).:
I. sig m. ngt, τρέφεσθαι άπό 1. ίκ τίνος. Jfr.
äfv. Lefva 4).

Lifnäring, θρέψις, ή. τροφή, ή.: torftig 1.,
βιότιον, τό.

Lifrock, χιτών, ώνος, ό. äfv. Εξωμίς, ίδος,
ή (se Lex.).

Lifränta, Εφ* ολον τον βίον πρόσοδοι, αι.

Lifsandar, πνεύμα, τό. ψυχή, ή.

Lifsdagar, χρόνος του βίου, ό. αιών, ώνος,
ό. βίος, ό.: i alla 1., παρ όλον τον βίου. διά
παντός τ ού βίου. Εν άπαντι τω βίω.

Lifsfara, κίνδυνος ό τιερί του βίου 1. περί
τής ψυχής.: sväfva i 1., κινδυνεύειν περί ψυχής
1. περί τ ού βίου 1. περί τών μεγίστων 1. περί
πάντων.: råka i 1., περιπίπτειν τοις μεγίστοις
κινδύνοις.

Lifsfarlig, θανάσιμος, 2. θανατηφόρος, 2.
έσχατος, 3. περί ψυχής (t. ex. ό π. ψ. άγών).

Lifsfläkt, ung. πνευμάτιον, τό.

Lifsfrukt, εμβρυον, τό. κύημα, τό. σπέρμα,
τό (framalstrad).

Lifsförnödenhet,-er, Επιτήδεια, τά.
άναγ-καϊα, τά. τά εις 1. πρός τον βίον.: sakna 1.,
σπα-νίζειν, σπάνιν εχειν βίου. βίον δεϊσθαι. Ενδεώς
εχειν τών πρός τον βίον.

Lifskraft, ψυχή, ή. τό βιώσιμον.

Lifslefvande, Εναργής, 2. αληθινός, 3.
αυτός, ή, ό.: det är ju han 1., αύτότατος δή.

Lifsmedel, βίος, ό. σίτος, ό. σιτία, τά.
αφορμή εις τον βίον, ή.: l.f. tre dagar, τριών
ημερών σίτος, ό.: lemna en här 1. till salu,
άγο-ράν παρέχειν τοις στρατιώταις.: förse sig m. 1.,
Επισιτίζεσθαι.

Lifsprincip, αρχή τού ζήν, ή. ζωτική αρχή,
ή. τ ό ζωτικό ν. αρχή βίου, ή. πηγή (καί αρχή) ή
τ ού ζήν.

L i f s s a k, θανατική αιτία 1. δίκη, ή.: anklaga
f. 1., θανάτου τινά ύπάγειν.

Lifsstraff, θανάτου ζημία, ή. θάνατος, ό.:
döma till 1., θανάτου κρίνειν. θάνατον
καταγι-γνώσκειν τινός.

Lifstid, se Lifsdagar.: landsflykt f. 1.,
ά-ειφυγία, ή.: landsförvisas på 1., άειφυγίαν
φεύγειν.: vara landsförvist på 1., Εν άειφυγία
φεύγειν.: på 1., παρ’ ολον τον βίον. Εφ’ όσον τις ζή.

Lifstidsfånge, δεσμώτης ό παρ’ ολον τον
βίον γενόμενος.

Lifstids ränta, se Lifränta.

Lifstycke, un gef. μίτρα, ή, στρόφιον, τό (se
Lex.).

Lifsuppehälle, βίος, ό. ζωή, ή. δίαιτα, ή.
(δια)τροφή, ή. τά πρός τον βίον χρήσιμα, βιοτή,
ή (poët.).: klent 1., βιότιον, τό.: utan 1., άβιος,
2.: förvärfva sig 1. m. ngt, πορίζειν έαυτω 1.
πορίζεσθαι 1. κτήσασθαι 1. συλλέγεσθαι τον βίον
άπό τίνος 1. m. part. se f. öfr. Lefva 4).

Lif tröja, χιτωνίσκος, o.

Lifva, 1) eg., (Εμ)ψυχούν. ζωοποιεϊν.: l.upp,
άναζωπυρεϊν.: lifvad, έμψυχος, 2.: lifvande,
ζωο-ποιητικός, 3. 2) oeg., Εγείρειν. παροξύνειν.
πα-ρορμάν τινα εις 1. πρός 1. Επί τι (f. ngt).:
lifvande, Εγερτικός, 3.

Lifvande, Εμψυχία, ή. ζωοποιί’α, ή.

Lifvakt, σωματοφύλακες, οι. δορυφόροι, οι.
φυλακή ή του σώματος.: vara ngns 1., δορυφορεϊν
τινα 1. τινί.

Ligga, 1) hafva lägrat sig, befinna sig i
ho-rizontel ställning, (κατα)κεϊσθαι.: 1. i, Εγκεϊσθαί
τινι 1. εν τινί.: 1. i sängen, κείσθαι Ev 1. Επί Ttj
κλίντ].: 1. bredvid, invid, Επι-, παρακεϊσθαι.: 1.
rundtomkring (= i oordning), κείσθαι Ερριμμένα
1. ούδενί κόσμω.: 1. på, Επικείσθαι (t. ex. om ett
lock).: 1. under, ύποκείσθαί τινι 1. υπό τι.: 1.
framme, till hands, παρακεϊσθαι.: 1. vid ngns
fötter, προσπεπτωκέναι τινί. ύποπεπτωκέναι τινί
(Sedn). προκυλινδεϊσθαί τίνος, προσκυνεϊν τινα.:
1. öfver ngt, Επανακεϊσθαί τινι. ύπερκεϊσθαί
τίνος.: ej 1. väl, ού δεξιώς κατακεϊσθαι.: 1. sjuk,
κατακεϊσθαι νοσούντα. κάμνειν.: 1. i själtåget,
Εσχάτως διακεϊσθαι. προς τω τελευτάν είναι,
ψυ-χορραγεϊν.: 1. omkring ngt, περικεϊσθαί τινι. 2)
om ställen, länder ο. d., κείσθαι. θέσιν (t. ex.
καλήν) κείσθαι. οίκεϊσθαι (om bebodda orter).: 1.
åt ngt håll 1. ngn trakt, τετραμμένον είναι πρός
τι. νεύειν, βλέπειν, τείνειν πρός τι.: 1. vid foten
af, ύποκείσθαί τινι. κείσθαι υπό τινι.: 1. aflägse

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0249.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free