- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
202

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kabal ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

m

Kabal —Kallmat.

Kabal, se Klubb, Komplott.

Kabel, -tross, -tåg, σχοινίον, τό. κάλως,
ω, δ (vant), σπάρτον, τό.

Kabelgarn, σχοϊνος, ο.

Kabiljo, ονος 1. δνίσκος, ό. γάδος, δ.

Kabinett, 1) rum, οίκημα, τό. δωμάτων,
τό. 2) konselj, se d. ο. 3) konstkabinett, se d. o.

Kabinettsminister, o Επί τών άπορρήτων.

Kabinettsorder, -skrifvelse,
πρόσταγμα παρά βασιλέως, τό.

Kackla, κακκάζειν. τετράζειν (om höns),
κλά-ζειν (om gäss).

Kacklande, κλαγγή, ή. Bäst gm art. o. inf.,
se Föreg.

Kadett, o iv τοϊς πολεμικοίς παιδευό μένος,
δ εϊς τήν πολεμικήν παιδευό μένος.

Kaffe, -böna, κύαμος δ Αραβικός, δ.

Kaffebrännare, φρνγετρον, τό. σείσων, δ.
(om dsa ords eg. bet. se Lex.)

Kaffehus, θερμοπώλιον, τό (se Lex.).

K af la, κυλιν δρουν.

Kafle, κύλινδρος, δ.: k. i munnen,
Επιστό-μιον, τό.

Kaftan, κάνδυς, υος, δ. κανδύκη, ή.
μαν-δύη, ή.

Kagge, κάδος, δ.

Kaj, κρηπις τον λιμένος, ή.

Kaja, κολοιός, δ.: låta s. en k., κολοιάν.

Kajuta, οίκημα τής νεώς, τό. σκηνή ναυτική,
δ. στέγη τής νεώς, ή.

Kaka, πλακούς, ούντος, ό. πέμμα, τό.
πό-πανον, τό (offerk.). ναστός, δ (hård k.),
λάγα-νον, τό (tunn k.), ϊτριον, τό (honungsk.).

Kakel, πλιν&ίον καμινιαϊον, τό. πλιν&ίον
άργίλλου, τό.

Kakelugn, ύπόκαυστον οϊκηματικόν, τό.

Kakelugnsmakar θ, ϊπνοποιός, δ.
ϊπνοπλά-9ος, δ.

Kakelugnsmakeri, -arbete, se
Krukmakeri, o. s. v.

Kal, ψιλός, 3 (i allmht). φαλακρός, 3 (om
hufvudet), έρημος, 3 o. 2 (om orter).: göra k.,
ψιλούν. φαλακρδύν.: blifva k., ψιλούσ&αι.

Kalas, συμπόσιον, τό. ευωχία, ή. εστίασις, ή,
d-οίνη, ή. κώμος, δ.: hålla k. på ngn, εστιάν,
εύωχεϊν τινα.: m. k. fira, εστιάν. t. ex. τά
νικητήρια. F. öfr. se Gästabud.

Kalasera, εύωχείσ&αι. εστιάσ&αι. &οινάσ$·αι.

Kalender, ήμερολόγιον, τό. Εφημερίς, ίδος,
ή. παράπηγμα, τό (jfr Lex.).: upprätta k.,
πα-ραπήγνυο&αι (jfr Lex.).

Kalendertecken, σημεϊον παραπήγματος, τό.

Κ alf, μόσχος, ό (nötk.). νεβρός, o(hjortk.).
νε-οττός, ό (ungkreatur i allmht).: af k., μόσχειος, 3.

K alfkräk, μοσχίον 1. μοσχάριον, τό.

Kalfkött, -stek, τά μόσχεια. τά μόσχεια
(κρέα) όπτά.

Kalfskinn, μοσχή, ή.

Κ alf va, τίκτειν.

Kalhet, l)i allmht, ψιλότης, ητος,ή. 2) i
hufvudet, se Skallighet.

Kalk, 1) bägare, κύλιξ, ικος, ή. κύπελλον,
τό. κυπελλίς, ίδος, ή. 2) blomsterkalk, κάλνξ,

υκος, ή. 3) kalkjord, τίτανος, ή. χάλι!·, ικος, δ,
ή (obränd), κονία, ή (bränd ο. släckt).: osläckt k.,
κονία άσβεστος.

Kalkartad, τιτάνω Εοικώς, υΐα, ός.

Kalkjord, τίτανος, ή. κονία, ή.

Kalkning, κονίαμα, τό.

Kalkon, ’Ινδικός άλεκτρυών, ό.

Kalksten, χάλιξ, ικος, δ, ή.

Kalkstruken, τιτανωτός, 3. κονιατός, 3.

Kalkstryka, τιτανούν. κονιάν.

Kalkstrykning, κονίασις, ή.

Kalkyl, λογισμός, δ.

Kalkylera, λογίζεσ&αι. Εκλογίζεσ&αι.: k. bort,
παραλογίζεσ&αι.: k. felaktigt, σφάλλεσθαι τής
γνώμης. ψεύδεσθ-αι της Ελπίδος.

Kall, adj., ψυχρός, 3 (eg. ο. bildl.). ψυχεινός,
3 (frisk), άπυρος, 2 (okokt, om mat), άνηλεής, 2
(utan medlidande), αμελής, 2. άσνμπα&ής, 2.:
göra k., ψύχειν, ψυχούν.: det är, blir kallt,
ψύχος Εστι, γίγνεται.

Kall, subst., έργον, τό. τάξις, ή.
προσήκοντα, καθήκοντα, τά. Επιμέλειά τίνος, ή.: fylla sitt
k., τά τής τάξεως άποπληρούν.

Kalla, 1) k. på, (προσ)καλεϊν. Επι-,
άνα-καλεϊσ&αι (till sitt bistånd).: k. afsides,
άποκα-λειν.: låta k. ngn, μεταπέμπεσ&αι, καλεΐν τινα.

2) förordna, καλεΐν {τινα Επί τάξιν τινά),
κα&ι-στάναι (τινά εϊς τάξιν, εις άρχήν). Εφιστάναι
(τινά εργω).’. många äro kallade, men få utvalde,
πολλοί μεν ναρ&ηκοφόροι, βάκχοι δέ τε παύροι.

3) ss. en akt i nådens ordning, καλεΐν (Ν. T.).

4) benämna, προσαγορεύειν, προσειπεϊν.
ονομά-ζειν (vid namn), καλεΐν. 5) namngifva,
(Επ)ονο-μάζειν. (Επι) τι&έναι, τί$·εσ&αι δνομά τινι.: vara
kallad efter ngn, δνομα 1. Επωνυμίαν εχειν άπό
τίνος. Επώνυμον εϊναί τίνος.

Kallande, κλήσις, ή. ονομασία, ή. vanl. gm
vv.

Kallbad, ψυχρολουσία, ή.: taga k.,
ψυχρό-λουτεΐν.

Kallblodig, άτάρακτος, 2 (oförskräckt),
άφοβος, 2 (orädd), ήσυχος, 2 (lugn, τήν γνώμην).

Kallblodighet, άταραξία, ή- τό άτάρακτον
της γνώμης, d-άρρος 1. &άρσος, τό. ησυχία, ή.

Kallbrand, σφάκελος, δ. γάγγραινα, ή.

Kallbräckt, ψα&υρός, 3. κραύρος, 3.

Kallelse, 1) eg., κλήσις, παράκλησις,
πρός-κλησις, ή· gm vv. t. ex. på din k. är jag här,
κλη&είς υπό σου πάρειμι.: erhålla k., κλη&ήναι.:
hörsamma k., κλη&έντα ύπακούειν,
παραγίγνεσθαι, παρεϊναι.: utan k., άκλητος, 2. 2) inre
driffjeder, böjelse, ορμή, ή. θυμός, ό.: ej känna
k. till ngt, ού προσίεσ&αί τι. ού προαιρείσ&αί τι
1. inf. ούκ εστι μοι &υμός ποιεϊν τι.: följa sin k.,
τά τής ορμής μετιέναι. 3) skyldighet,
προσήκοντα, κα&ήκοντα, τά.: uppfylla sin k., τά
εαυτού πράττειν. 4) förordnande, πρόσταγμα, τό.
τό καλεΐσ&αι Επί τάξιν τινά.

Kalligraph, καλλιγράφος, δ. -phi,
καλλι-γραφία, ή. -isk, κεκαλλνγραφημένος, 3.
καλλι-γραφικός, 3.

Kalljord, γή, ή.

Kallmat, άπυρος τροφή, ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0206.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free