- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
196

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - I - Intolerant ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

196

Intolerant — Inventarium.

Intolerant, se Ofördragsam.

Intorka, ξηρανθένταΐ. ύπό καύματος
συστέλ-λεσθαι (minskas) 1. αφανίζεσαι, (försvinna).

Intrader, se Inkomst.

Inträ nipa, καταπατεϊν. πατούντα 1. τοϊς
πο-σίν εϊσθλίβειν.

Intransitiν, αμετάβατος, 2.

Intrassla, ώα-, συνταράττειν. σνγκυκάν.
αυγχεϊν.

Intrassling, συνταραξις, η. ταραχή,
συγ-χυσις, ή.

Intressant, άξιόλογος, 2, λόγου άξιος, 3
(vigtig), Επίχαρις, ιτος, 2, afcTvf, 3 (intagande,
angenäm). Επαγωγός, 2, ψυχαγωγικός, 3
(fängslande). θαυμαστός, 3, καινός, 3 (underbar,
sällsam).

Intresse, a) fördel, συμφέρον, τό. όιάφορον,
τό. διαφέροντα, τά.: statens intressen, τά ttj
πόλει συμφέροντα, τό κοινό ν αγαθόν, τά κοινά.
τά τής πόλεως.: ngt ligger i mitt i., συμφέρει
μοί τι. πρός Εμού Εστί τι. b) se Ränta, c)
deltagande: jag har i. f. ngt, μέλει μοί τίνος,
διαφέρει μοί τι. μετέχω τινός.: icke ha i. f. ngt,
ά-μελεϊν τίνος. Jfr Intressera: indraga ngn i
sina i., Επ-, προσάγεσθαί τινα.: utan i., ψυχρός, 3
άπαθής, 2. d) egenskapen att väcka deltagande,
χάρις, ιτος, ή. τό Επ αγωγό ν. Se Föreg.

Intressent, se Delägare.

Intressera, a) inge intresse, προσήκειν τινί.
άιαφ>έρειν τινί. μέλει μοί τι 1. τινός. — κηλεϊν,
κατέχειν τινά (väcka ngns deltagande), b) refl.,
i. sig f. ngt, προσέχειν τον νουν τινί.
Επιμελεϊ-σθαί τίνος, επιμελές έστί μοί τι 1. τινός, c) i.
ngn f. ngt, Εμποιεϊν τινι προθυμίαν τινός (f. ett
företag) 1. Επιθυμίαν τινός (begär efter ngt), f.
ngn, έμποιεϊν τινι εϋνοιάν τίνος l. πρός τινα.
εν-νονν ποιεϊν τινά τινι 1. πρός τινα. —
intresserad, κοινωνών, μετέχων τίνος, ω προσήκει,
μέτεστί τίνος, πρόθνμος, 2 (f. ngt), εννονς,
εύ-μενής, 2 (f. ngn).

Intrig, μηχανή, ή. μηχάνημα, τό. παραϋκενή,
ή. σκενωρία, ή. σκενώρημα, τό. κακοτεχνία, ή.

Intrigant, κακοπράγμων, 2. ποικίλος, 3.

Intrigera, μηχανάσθαι. σκενωρεϊσθαι.
κακο-τεχνεϊν. κακοπραγμονεϊν. κακοτεχνία χρήσθαι.

Intryck, 1) eg., τύπος, ό. (Εν)τύπωμα, τό.
(Εν)τνπωσις, ή (ss. handling).: göra i., (Εν)τνπούν.
2) fig., άύναμις, ή (inverkan), ροπή, ή
(afgörande inverkan), i pass. bet. πάθος, πάθημα, τό
(affection). άιάθεσις, ή (stämning), αϊσθησις, ή
(förnimmelse).: göra i., δύνασθαι. ροπήν εχειν.
αϊσθησιν παρέχειν (förnimmas).: icke göra ngt i.,
πλέον ον&έν ποιεϊν. ούκ εχειν άόναμιν, ροπήν.:
göra i. på ngn, κινεϊν τινα. πείθειν τινά (om
talare 1. tal).: göra ett godt, dåligt i., εν, κακώς
(Τιατιθέναι τινά.: erfara, röna i., πάσχειν.
άια-τίθεσθαι.: hkt i. gjorde dta på dig? τί επαθεςί.
πώς άιετέθης ύπό τούτον;

Intrycka, 1) eg., εϊσθλίβειν. πιέζειν εις τι.
2) gm intryck afbilda, Εντυπούν. 3) fig., i
sinnet, se Inprägla b).

Intrång, βλάβη, ζημία, ή (skada), «cΐικία,
ή (på ngns rätt).: göra i. på ngn, πιέζειν τινά.
βλάπτειν τινά. λαμαίνεσθαί τινι. άδικεϊν τινα.
Jfr Ingrepp.

Inträda, se Insticka 2).

Inträda, 1) eg., εϊς-, Εμβαίνειν. εισιέναι,

-έρχεσθαι.ι i. i det offentliga lifvet, προσιέναι
πρός τά κοινά 1. πρός τήν πολιτείαν.: i. i ett
embete, εισιέναι, Iv-, καθίστασθαι εις άρχήν. : i. i
ngns ställe, άιαάέχεσθαί τινα.: låta i., se
Insläppa. 2) fig., om tidskiften, tillstånd,
Επιέ-ναι, -έρχεσθαι. Ενίστασθαι. (Επήγίγνεσθαι.
καθή-κειν. άρχεσθαι. συμβαίνειν, καταλαμβάνειν (om
händelser, tillstånd).

Inträde, εϊσοάος, ή. άρχή, ή (början). Vanl.
gm νν., se Föreg. t. ex. vid inträdet, εϊσιών,
καθιστάμενος (i ett embete), o. s. v.

Inträffa, 1) anlända, ήκειν. παραγίγνεσθαι.
άφ>ικνεϊσθαι. 2) om tider o. händelser,
συμβαίνειν. γίγνεσθαι 3) gå i fullbordan, άποβαίνειν.
άπο)τελεΐσθαι.

Inträffande, άφιξις, ή. άπόβασις, ή
(uppfyllelse). F. öfr. gm vv.

Intränga, l)m. pers .-subj., εϊσβιάζεσθαι,
εϊσω βιάζεσθαι, βία εις-, παριέναι 1. είσπίπτειν
(in. våld), εϊσποιεϊν εαυτόν, παρεισιέναι.
(παρ)εις-άύε σθαι.: ss. fiende i ett land, se Infalla.: fig.,
m. förståndet i en sak, άιοράν, συνιέναι,
κατα-νοεϊν, Εκ-, (κατα)μανθάνειν τι. 2)m. sak -subj.,
εισιέναι. εϊσ&ύεσθαι. — άιικνεϊσθαι. Εν&άκνειν.:
fig., i själen, δάκνειν. κινεϊν. εϊσ&ύεσθαι.

I η t ν i η g a, εϊσωθεϊν. Εμπιέζειν. βία, Εμβάλλειν.

Intyg, μαρτύριον, τό. μαρτυρία, ή.

Intyga, μαρτυρεϊν. πιστούσθαι, βεβαιούν
(bekräfta). m. ngn, συ μ μαρτυρεϊν.: ytterligare i.,
προσμαρτυρεϊν.

Intåg, εϊσοΰος, ή. — είσέλασις, ή.: högtidligt
i., πομπή, ή. Oftare gm νν.

Intåga, εισιέναι, -έρχεσθαι. εϊσελαύνειν.
εϊσπο-ρεύεσθαι.

Intägt, se Inkomst, Uppbörd.

Inunder, 1) præp., se Under. 2) adv.,
κάτω, νποκάτω, äfv. κάτωθεν. Ofta vid vv. gm
smnsättning m. ύπό.

Inuti, ενάον. Εντός (m. gen.). Ev m. dat.: i.
landet, Ev ττ\ μεσόγεια.: huset är i. praktfullt,
τά Ερτός τής οικίας μεγαλοπρεπή Εστίν.

Invagga, (κατα)βανκαλάν. (κατα)κοιμίζειν.

Invalid, άάύνατος, 2. άχρηστος, 2.

Invandra, εϊσοικίζεσθαι. Εποικεϊν.: m. afs.
på d. förra bostaden, μετοικίζεσθαι. μετοικήσαι.
μετανίστ ασθαι.

Invandrare, επηλυς, υάος, ό. έποικος, ό.
μέτοικος, ο.

Invandring, εϊσοίκησις, ή. μετανάστασις, ή.

Invasion, se Infall.

Inveckla, l)se Insvepa· 2) insnärja,
förveckla (eg. o. fig.), Εμπλέκειν, Εμπαλλάσσειν, i
ngt, τινί 1. εν τινι 1. εις τι. περι-, σνμπλέκειν.
παρα-, συμπο&ίζειν (eg. insnärja fötterna).: i. ngn
i ngt, περιβάλλειν τινά τινι (t. ex. κινάύνοις).
άγειν 1. καθιστάναι τινά εις τι (t. ex. εϊς πόλεμον).:
invecklas i ngt, περιπίπτειν τινί. καταστήναι εϊς
τι.: i. sig i ngt, Ε μ πλέκεσθαί τινι 1. εις τι.
Εμ-παλάσσεσθαί τινι. Εγκνλίνάεσθαι εις τι. —
invecklad, (fig.), ούχ άπλούς, ή, ουν. άσαφής, 2.
ποικίλος, 3. άύσκριτος, 2.: mycket i.,
πολύπλοκος, 2.

Inventarium, 1) förteckning, άπόφασις, ή.
άπογραφ>ή, ή.: upprätta i. öfver ngt, άπογράφειν
τι. 2) det deri upptagna, άπογεγραμμένον, τό.
σκεύος, τό. -ier, τά Ενόντα, τά έπιπλα,
κατα-ϋκενή, ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0200.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free