- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
118

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Förbigå ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

118

Förbigå— Förbud.

Förbigå, 1) eg., παριέναν (-έρχεσθαι),
παρο-δεύειν, παραπορεύεσθαί τι 1. παρά τι.
παραμεί-βεσθαί τι. 2) fig-, ej nämna, παραλείπει*,
πα-ριέναι (-ίημι)· Εάν.

Förbigående, πάροδος, ή. ο. gm νν.: i f.,
Εκ παρόδου, Εν παρόδψ.: hd jag i i. yttrade, o
παριών τω λόγω ετυχον ειπών.

Förbinda, 1) binda fore, om, περιδεϊν,
κα-ταδεϊν (t. ex. τους οφθαλμούς, äfv. περικαλύπτειν
τ. όφθ).: om sår, Επιδεϊν.: ett icke förbundet
sår, έλκος άνεπίδετον.: f. en sårad, θεραπεύειν
τετρωμένον, 2) förena, συνάπτειν, ουναρμόττειν.
ζευγνύναι, συζευγνύναι. δεϊν, συνδεϊν.
συνιστά-ναι. εχειν τι μετά τίνος (f. en egenskap m. en
annan). : f. m. sig, προσλαβεϊν. παραστήσασθαι (ett
fiendtligt parti) —förbunden, συναφής, 2. συνεχής,
2.: vara förbunden m. ngt: εχεσθαί τίνος (i
rummet). είναι μετά τίνος (både i rum o. tid),
συμ-πεφ>υχέναι τινί (af naturen), πρόσεστι, επεστι,
προσμέμιχταί τί τινι. παρέπεόθαί τινι.
άχόλου-θον 1. συνεπόμενον εχειν τι.: vara förbunden m.
fara, κίνδυνον εχειν. Επικίνδυνον είναι.: vara gm
slägtskap förbunden m. ngn, προσήχειν τινί τω
γενεί, συγγενή είναι τινι. — f. sig m. ngn,
συνί-στασθαί τινι. ΐστασθαι μετά τίνος, προστίθεσθαί
τινι. σύμμαχον γίγνεσθαι τινι.: f. sig mot ngn,
ϋυνίστασθαι Επί τινα.: gm äktenskap f. sig m.
ngn, σνζεύγνυσθαι. 3) förpligta, χατέχειν τινά.
χαταλαμβάνειν τινά (t. ex. ορχω).: jag är
förbunden till ngt, άνάγχη μοι ποιεϊν τι. δίκαιος
ειμί ποιεϊν τι. προς-, χαθήχει μοι ποιεϊν τι. χρή με
ποιεϊν τι. οφείλω ποιεϊν τι.: f. sig (göra sig
förbunden) ngn, άναρτάσθαι, άναχτάσθαί τινα. χάριν
χαταθέσθαι παρά τινι.: vara förbunden till
tacksamhet mot ngn, όφείλειν τινί χάριν.: f. sig,
ύφί-στασθαι, άνα-, ύποδέχεσθαι, Επαγγέλλεσθαί τι
1. m. inf συγγράφε σθαι (skriftligen gm kontrakt),
jfr Lofva. — förbindande (om lag o, d.),
χύ-ριος, 3.: f. kraft, τό χύριον. κράτος, τό.
άξίωμα, τό. — förbunden (gm förbund),
σύμμαχος, 2. ενσπονδος, 2 (innesluten i ett fördrag).:
en f. stat, συμμαχίς πόλις, ή.

Förbindelse, 1) förening, samband,
σύνα-ψις, συναφή, συνάφεια, ή. συμπλοκή, ή.
συζυγία, ή. συνέχεια, ή. σύνδεσμος, ό. κοινωνία» ή
(gemenskap, beröring), εταιρία, ή (vänners,
kamraters). σύστασις, ή (smnrotning).: äktenskaplig
f., γάμων σύνερξις, ή. σύζευξις, ή.: politisk f.,
εταιρεία, ή. jfr Förbund.: stå i f. m.,
συνή-φθαί τινι. Εξηρτήσθαί τίνος, κοινώνεϊν τινι.
Επιμιξία χρήσθαι πρός τινα. Επιμίγνυσθαί τινι 1.
πρός, παρά τινα. jfr Förbinda 2).: icke stå i
ngn f. m. ngt, μηδέν κοινόν εχειν τινί. μηδέν
μετέχειν τινός, ουδέν μέτεστί μοί τίνος,
κεχωρί-σθαι τινός.: träda i f. m ngn, συνίστασθαί τινι.
προσμιγνύναι τινί.: stifta en hemlig f.,
συνιστά-ναι εταιρείαν.; i f. m. ngn, συν τινι. άμα τινί.
2) förpligtelse,’ τό προσήκον, καθήκον, δέον,
ον-τος. άνάγκη, ή.: tacksamhetsskuld, οφειλομένη
χάρις, ή.: ngt pålägger mig en f., προστάττει μοί
τι. εις ανάγκην καθίστησί μέ τι.: skriftlig f., se
Förskrifning.

Förbindlig, Επίχαρις, 2. αϊμύλος, 3.
κεχα-ρισμένος, 3. θεραπευτικός, 3.

Förbindlighet, αιμυλία, ή. χάρις, ιτος, ή.
άρεσκεία, ή. b) ss. handling, χάρις, ή. ευεργε-

σία, ή ευεργέτημα, τό.: visa ngn en f.,
εύεργε-τεϊν τινα. χαρίζεσθαί τινι.

Förbindning, Επίδεσις, κατάδεσις, ή (af ett
sår), θεραπεία, ή (af en sårad). Se f. öfr.
Förband, Förbindelse.

Förbindningspartikel, σύνδεσμος, o.

Förbiresa, se Förbifart.

Förbistra, -ing, se Förvirra, -ring.

Förbittra, l)m. sak-obj., λνμαίνεσθαί n.
Ενοχλεϊν τινι. πικρό v, π ικρότερον ποιεϊν. 2) m.
pers .-obj., πικραίνειν. (Εξ)αγριούν. Εξ-,
παροργί-ζειν. παροξύνειν.: förbittras, (Εμ)πικραίνεσθαι.
όργίζεσθαι. χαλεπαίνειν. άγανακτειν.

Förbittring, πικρία, ή, πικρασμός, ό.
παροξυσμός, ό. οργή, ή. χαλεπότης, ή.

Förbjuda, άπαγορεύειν (άπειπεϊν). κωλύειν.
ούκ Εάν.: f. ngn att göra ngt, άπαγορεύειν τινί
1. τινά μή ποιεϊν τι. προστάττειν 1. παραγγέλλειν
τινί μή ποιεϊν τι. κωλύειν τινά (μή) ποιεϊν τι.
ούκ Εάν τινα ποιεϊν τι. — förbjuden,
απόρρητος, 2. ού θεμιτός, 3. ούχ οσιος, 3. ού δίκαιος,
3.: det är förbjudet, ούκ εξεστιν. οι νόμοι
κω-λύουσιν.

Förblanda, se Förvexla.

Förblekna, (κατ)ωχριάν. λευκαίνεσθαι. fig.,
άμαυρούσθαι, άπομαραίνεσθαι. άφανίζεσθαι. —
förbleknad, ωχρός, 3. άμαυρός, άμυδρός, 3.

Förblifva, μένειν. δια-, καταμένειν. Επι-,
παρα-, εμμένειν (på, vid, i ngt), διάγειν,
δια-τρίβειν, Ενδιατρίβειν (fortfarande uppehålla sig).
διατελεϊν, διαγίγνεσθαι m. part.

Förblinda, τυφλονν. καταγοητεύειν.
παρά-γειν. παραφέρειν. (Εξ)απατάν. διαφθείρειν. —
förblindad, τυφλός, 3.

Förblindelse, τυφλότης, ή. απάτη,
Εξαπά-τη, ή. διαφθορά, ή.

Förbi om mera, σχηματίζειν. —
förblomme-rad, Εσχηματισμένος, 3. αϊνιγματώδης, 2.
αλληγορικός, 3.: framställa ngt på f. sätt,
αίνίττε-σθαί τι. Εν ύπονοία λέγειν τι.

Förbluffa, Εκπλήττειν. Εμβροντάν.
διαταράτ-τειν. — förbluffad, Εκπεπληγμένος, 3.
Εκπλαγείς, εϊσα, έν. άπό-, εκ-, εμπληκτος, 2.
καταπλήξω ήγος, ό, ή. Εμβρόντητος, 2. εκφρων, 2.

Förblända, se Blända.

Förblöda, εξαιμον γίγνεσθαι, λειφαιμεϊν. —
förblödd, εξαιμος, 2.

Förborga, se Dölja.

Förbrinna, κατακαίεσθαι. καταφλέγεοθαι.

Förbruka, άναλίσκειν, κατ-, Εξαναλίσκειν.
κατα-, διαχρήσθαι m. acc. (κατα)δαπανάν.

Förbrukning, άνάλωσις, ή. άνάλωμα, τό.
δαπάνη, ή.

Förbrylla, se Förvirra.

Förbryta, a) f. sig mot ngn, άδικειν riva.
άδιχον γίγνεσθαι περί τινα. jfr Fela. b) se
Förverka.

Förbrytare, se Brottsling.

Förbrytelse, se Brott 3).

Förbråka, δια-, καταθραύειν. διαστρέφειν.
Jfr Rådbråka.

Förbränna, (κατα)καίειν. καταφλέγειν.
κα-ταπιμπράναι. πυρούν.: halft förbränd,
ήμιφλεκ-τος, 2.

Förbränning, καύσις, κατάκαυσις, χατάφλε-

Förbud, άπαγό ρεύμα, τό. άπαγόρευσις, ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0122.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free