- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
33

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Belägen ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Belägen — Benhud.

33

Belägen, κείμενος, 3. οϊχου μένος, 3. ών9
ουσα, ον.

Belägenhet, se Läge.

Belägga, 1) eg., στρωννύναι. (άια)ποικίλλειν
(m. konstfulla inläggningar).: b. m. bräder,
σανι-άούν.: b. m. guld, silfver, koppar, καταχρυσούν,
Επαργυρούν, καταχαλκούν,: belagd m. guld etc.,
Επίχρυσος, Επάργυρος, Επίχαλχος, 2. 2) b. m.
straff o. d., Επιτιθέναι τινί τι. ζημιούν τινά τινι.
se subst. 3) en stad, se Följ.

Belägra, πολιορκεϊν. προσκαθίζεσθαι,
προς-καθήσθαι. περικαθίζεσθαι, περικαθήσθαι.
προς-εάρεύειν. περιστρατοπεάεύεσθαι. χαταχλείειν.
πε-ριτειχίζειν.: b. en person (m. böner, anklagelser
etc.), προσκεϊσθαί τινι. πολιορχεϊν τινα.: de
belägrade, οι πολιορχούμενοι. ο* Εν t»J πόλει, Εν τω
τείχει.

Belägring, πολιορχία, ή. προσεάρεία, ή.
πε-ριτείχισις, ή. περιτειχισμός, ο.: upphäfva b.,
Ex-στήναι της πολιορκίας.: gm b. bringa till
uppgif-ning, Εχπολιορχεϊν.

Belägringskonst, ή πολιορκητική.

Belägringskrig, τειχομαχία, η: föra b.,
τειχομαχεϊν.

Belägringsmaskin, μηχανή, η. μηχάνημα,
τό.: föra belägringsmaskinerna intill staden,
προς-φέρειν 1. προσάγειν τάς μηχανάς irj πόλει.

Belägringstillstånd, πολιορκία, ή.:
förklara en stad i b., πολιορκίαν Επικηρύττειν itj
πόλει.: försättas i b., εις πολιορκίαν καθίστασθαι.

Β el än a, ngn m. ngt, χαρίζεσθαί τινί τι.
ά-πονέμειν τινί τι.

Β el ä sen, πολυγ ράμματος, πολυμαθής, 2.

Beläsenhet, πολυμαθία, ή.: stor b.,
πολυ-αναγνωσία, ή. πολλών γραμμάτων Εμπειρία, ή.

Beläte, εϊάωλον, τό. άγαλμα, τό. Jfr Bild.

Belöna, τιμάν. τιμάν, κοσμεϊν άώροις τινά.
άωρα άιάόναι τινί. άποΰι&όναι χάριν 1. χάριτάς
τινι.: b. efter förtjenst, άξιας δωρεάς άιάόναι
τινί.: b. för visade tjenster, άντευεργετεϊν,
άντευ-ποιεϊν τινα.: belönas, άπολαμβάνειν χάριν,
μι-σθόν. τιμάσθαι.

Belöning, χάρις, ιτος, ή. άμοιβή, η
(vedergällning). τιμή, ή. μισθός, ο. άωρεά, ή. αθλον,
άριστεϊον, νικητήριον, τό (segerpris), γέρας, τό
(äreskänk).: b. för räddning ur fara, σώστρα,
τά.: utsätta en b., άθλον κατα-, προτιθέναι.: en
b. är utsatt, άθλον πρόκειται.: få en förtjent b.,
τιμήν άξίαν φέρεσθαι. τών άξιων τυγχάνειν.: ge
ngn en b. i penningar, τιμάν τινα χρήμασιν.

Belöpa sig till, είναι, γίγνεσθαι m. gen. (äfv.
prædicatswom.). Vid ett ungefärligt angifvande
af beloppet, είναι άμφί, περί τι\. εις τι (inemot).:
huru mycket belöper sig på hr o. en, πόσον
Εκά-στω γίγνεται; hs förmögenhet b. sig på 10
talenter, ή ουσία αύτοΰ αξία Εστι άέκα ταλάντων.

Bemanna, 1) ett skepp, πληρούν.
Εμπιπλά-ναι.: bemannad, πλήρης, 2. 2) b. sig,
άναθαρ-ρεϊν. θυμόν άναλαμβάνειν. άνακύπτειν.

Bemantla, παρακαλύπτειν. περιπέττειν.
ύπο-κορίζεσθαι (m. förskönande ord). άποκρύπτεσθαι.
Επηλυγάζεσθαι.

Bemedla, 1) bilägga (tvistl.d.), άιαιτάν (ss.
skiljedomare), άιαλύειν. παύειν. 2) gm medling
åstadkomma (fred, o. d.), μεσιτεύειν (Sedn.).
àia-πράττεσθαι, ποιεϊν τι 1. m. inf.; b. ngt åt ngn,
προξενεϊν τινί τι. c’υμπράτηιν τινί τι. — bemed-

lad, εύπορος, εύχρήματος, 2. ευδαίμων, 2.:
vara b., ευπορεϊν. εχειν.

Bemedling, άιάπραξις, ή. σύμπραξις, ή.
συναλλαγή, ή (förlikande), vanl. gm νν.

Bemyndiga, se Befoga.

Bemäktiga sig ngt, κρατεϊν, Επικρατεϊν
τίνος. περιβάλλεσθαί τι. άντιλαμβάνεσθαί τίνος,
χυριον γίγνεσθαι τίνος, υ φ1 εαυτώ 1. εαυτόν
ποιεϊσθαί τι. χειρούσθαί τι. λαμβάνειν,
χαταλαμ-βάνειν, αϊρεϊν τι.: b. sig en person,
συλλαμβά-νειν τινά.: i förhand b. sig, προκαταλαμβάνειν τι.

Bemäld, ειρημένος, προειρημένος, 3. ofta m.
activ omskr. t. ex. bemälda sak, ου νυν cΐή
Επε-μνήσθην.: ss. bemäldt är, οπερ ελεγον.

Bemärka, 1) se Märka. 2) se Betyda.—
bemärkt, Εχπρεπής, 2. Επιφανής, 2. άιαφέρων,
ουσα, όν.: vara b., τρέπειν τάς όψεις πρός
αυτόν. Εκπρέπειν. άιαφέρειν.

Bemärkelse, se Betydelse.

Bemöda sig, a) ah sol., σπουόάζειν. σπεύάειν.
προθυμεϊσθαι. Επιμέλεια ν ποιεϊσθαί. πονεϊν. b)
b. om, för, att, σπονάάζειν περί τι 1. τινός, εϊς,
πρός τι (om sträfvandets mål), υπέρ τίνος (för
ngts skull), σπεύάειν τι. Επιμελεϊσθαι 1.
Επιμέ-λειαν ποιεϊσθαί τίνος 1. περί τίνος, προθυμεϊσθαί
τι. (alla kunna åtföljas af inf 1. af δπως, vanl.
m. fut. ind.). θηράν, άιώκειν, μεταάιώχειν τι.
è-φίεσθαί τίνος, φιλοτιμεϊσθαί τι 1. Επί τινι (eg.
sätta en ära i ngt), μέλετάν, άσχεϊν τι (öfva).
πειράσθαι m. inf. μηχανάσθαι m. οπως.

Bemödande, πόνος, o (möda), σπουάή, η.
Επιμέλεια, ή. φιλοτιμία, ή. μελέτη, άσχησις, ή
(öfning).

Bemöta, 1) en pers., προΰφέρεσθαί τινι 1.
πρός τινα. χρήσθαί τινι. περιέπειν τινά.
άποΰέ-χεσθαί τινα.: b. ngn vänligt, άσπάζεσθαι,
άεξιον-σθαί τινα. φιλοφρονεϊσθαί τινα 1. τινί.: b. illa,
κακώς χρήσθαί τινι. Jfr Behandla. 2) b.
anmärkninger, inkast, o. d., άποκρίνεσθαι πρός τι.:
på förhand b., προλαμβάνειν th.

Bemötande, 1) mot en pars., τρόπος, o.:
vanl. gm omskr., t. ex. hkt b. röna vi icke, οία
πάαχομεί’ : vänligt b., φιλανθρωπία, η. άεξίωαις,
ή. 7τραότης, ή.: ovänligt b., χαλεπότης,
τραχύ-της, η. Jfr Behandling. 2) af inkast, o. d.,
άπόχρισις, η. ελεγχος, o.: på förhand skeende,
πρόληψις, ή.

Ben, 1) ss. ämne, όστουν, τό. 2) ss.
kroppsdel, σκέλος, τό. κνήμη, ή (skenben, eg. dess
bakre sida; den främre, άντικνήμιον, τό). πους,
πο-$ός, ο.: gå på ett b., Εφ* ενός σκέλους
πορενε-σθαι.: dansa på ett b., άσκωλιάζειν.: komma på
benen, άνίστασθαι, Εξανίστασθαι.: icke kunna stå
på benen, μή άύνασθαι όρθούσθαι.: slå benen
undan ngn, ύποσχελίζειν τινά.: sätta på benen,
άνιστάναι.: sätta en här på benen, άνιστάναι,
συλλέγε νν, παρασκευάζεσθαι στράτευμα.: ha en
här på benen, εΰτρεπή εχειν στρατιάν.: bringa på
benen (fig.), ύγιά καθιστάναι 1. ποιεϊν (efter
sjukdom), En ανορθουσθαι, εις εύπορίαν καθιστάναι
(efter ekonomiskt obestånd). Se vidare talesätten
under Fot.

Bena, 1) borttaga benen, τα οστά Εξαιρεϊν.
2) b. håret, άιαιρεϊν 1. άιακρίνειν 1. οχίζειν την
κόμην.: benadt hår, κόμη άιακριάόν ήσκημμένη.

Β en ar t ad, 6στώάης, 2.

Benhud, περιόστίον, τό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0037.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free